Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

Ο μαθητευόμενος μάγος

Αφηγηματικές τεχνικές 


   Στο τμήμα Α5 μετά τη διδασκαλία της 3ης Ενότητας στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και αφού μάθαμε για την αφήγηση και την περιγραφή, ανατέθηκε στους μαθητές να παρακολουθήσουν στο YouTube ένα απόσπασμα από την ταινία του Walt Disney "Φαντασία", "Ο μαθητευόμενος μάγος". Στη συνέχεια τα παιδιά έπρεπε να αφηγηθούν την ιστορία που παρακολούθησαν ή να την εικονογραφήσουν σύντομα σε 10-12 καρέ. Σκοπός ήταν να αντιληφθούν ότι τόσο η ταινία όσο και το κείμενό τους καθώς και το κόμικ που θα δημιουργούσαν ήταν τρόποι αφήγησης. (Οι δραστηριότητες περιλαμβάνονται στο βιβλίο της Χαράς Νικολακοπούλου, η δημιουργική γραφή στο γυμνάσιο).

Η αφήγηση του Walt Disney

 

   Οι δημιουργίες των παιδιών ήταν απολαυστικές!


Η αφήγηση της Ραφαέλλας Προδαφίκα

    Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας μάγος. Αυτός ο μάγος, είχε έναν βοηθό, τον Μίκυ. Ο Μίκυ ζήλευε το μάγο, γιατί είχε πολλές δυνάμεις και έκανε μαγικά. Μια μέρα που ο μάγος κοιμόταν, ο Μίκυ έκλεψε το μαγικό του καπέλο. Ζωντάνεψε μια σκούπα και την έβαλε να κάνει την δουλειά του: να γεμίζει με νερό μια μεγάλη δεξαμενή. Αυτός, κάθισε να ξεκουραστεί, παίρνοντας έναν υπνάκο και κάνοντας μεγαλεπίβολα όνειρα. Η σκούπα συνέχιζε να γεμίζει, ώσπου το νερό ξεχείλισε και το σπίτι πλημμύρισε. Ο Μίκυ δεν ήξερε τι να κάνει και έτσι έσπασε την σκούπα σε πολλά κομμάτια. Νόμιζε ότι είχε σώσει την κατάσταση, αλλά η σκούπα άρχισε να πολλαπλασιάζεται, ώσπου έγινε μια στρατιά από σκούπες που πλημμύριζαν με νερό το σπίτι! Η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου ώσπου ο μάγος ξύπνησε. Θυμωμένος, σταμάτησε το χαμό και πήρε πίσω το καπέλο του! Έτσι ο Μϊκυ επέστρεψε στη δουλειά του χωρίς τη βοήθεια μαγικών!


Η αφήγηση της Αθηνάς Χασάπη

 

 

Η αφήγηση του Γιώργου Φούφουλα

   Η ιστορία μας λέγεται: "Ο μαθητευόμενος μάγος". Η ιστορία αυτή είναι κομμάτι από την ταινία του Γουόλτ Ντίσνεϊ "ΦΑΝΤΑΣΙΑ", που γυρίστηκε το 1940. Ο πρωταγωνιστής είναι ο Μίκυ, ο διάσημος σε όλους μας Μίκυ Μάους που παίζει  τον μαθητευόμενο μάγο. Η ιστορία έχει ως εξής: Ο Μίκυ ήταν βοηθός του μάγου-δασκάλου του. Ο δάσκαλός του μια μέρα νύσταξε και άφησε το καπέλο του το μαγικό πάνω στο τραπέζι και ο πήγε για βαθύ ύπνο. Ο Μίκυ βρήκε την ευκαιρία να αρπάξει το καπέλο του και να το χρησιμοποιήσει για να κάνει τις δουλειές. Αλλά η βαρεμάρα του τού βγήκε σε κακό, το σπίτι γέμισε νερά, άρχισαν οι ρουφήχτρες, τα κύματα, όλα χάνονταν στα νερά.
   Ο Μίκυ μην μπορώντας να κάνει τίποτα, κινδυνεύει να χαθεί μέσα στα βαθιά νερά αλλά ευτυχώς ο δάσκαλός του ξυπνάει από τη φουρτούνα και βγαίνει έξω να δει τι συμβαίνει. Βλέποντας, λοιπόν ότι το σπίτι έγινε πισίνα αρχίζει να κάνει τα μαγικά του. Χάρις σ' αυτά χωρίζει όλα τα νερά στα δυο και καθώς προχωρεί τα νερά υποχωρούν.
   Ο Μίκυ κατάλαβε το λάθος του και αποφάσισε να μην το ξανακάνει! Αμέσως στρώθηκε στη δουλειά ξανά!

Η αφήγηση της Χριστίνας Φλώρου

 

Η αφήγηση της Φοίβης Τρέμμα

Η ιστορία μας διαδραματίζεται στο εργαστήρι ενός μάγου με κεντρικούς ήρωες το μάγο (που μπορεί να κάνει μάγια αντλώντας την περισσότερή του δύναμη από το καπέλο του), τον μικρόσωμο μαθητευμόμενό του μάγο Μίκυ και μια ... σκούπα.
   Ο μαθητευόμενος μάγος μας, ο Μίκυ θέλει πάρα πολύ να κάνει μάγια αντ' αυτού όμως ο δάσκαλός του τον έχει βάλει να πηγαινοέρχεται από την πηγή στο πηγάδι κουβαλώντας βαρείς κουβάδες με νερό για να γεμίσει με νερό  το πηγάδι. Κάποια στιγμή εκεί που ο Μίκυ αδειάζει τους κουβάδες με το νερό, παρακολουθεί συγχρόνως και το δάσκαλό του, από τα αέρια που βγάζει μια πέτρα να δημιουργεί μια τεράστια πεταλούδα στον αέρα και με μια κίνηση των χεριών του να την εξαφανίζει. Όλη αυτή την ώρα ο Μίκυ παρακολουθούσε αποσβολωμένος και γοητευμένος από την ομορφιά της μαγείας. 
    Μετά το μαγικό αυτό όμως ο δάσκαλός του είναι κουρασμένος, έτσι βγάζει το καπέλο του για να μην χρησιμοποιήσει κατά λάθος μαγεία στον ύπνο του και δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα και πάει να ξεκουραστεί. 
   Ο Μίκυ μαγεμένος από την ομορφιά της μαγείας υπερεκτιμά τις δυνάμεις του, φοράει το καπέλο και μαγεύει μια σκούπα να πηγαινοφέρνει εκείνη τους κουβάδες με το νερό. Ο Μίκυ χαρούμενος που ξέφυγε από την αγγαρεία κάθεται σε μια καρέκλα. Αλλά έτσι όπως ήταν κουρασμένος τον παίρνει ο ύπνος.
   Στον ύπνο του είδε ότι μπορούσε να εξουσιάζει τα αστέρια, το νερό, τον αέρα, τη βροχή, τους κεραυνούς και τις βροντές δηλαδή με λίγα λόγια τα στοιχεία της φύσης. 
   Ξαφνικά, όμως, ξύπνησε, γιατί έτσι όπως κουνιόταν η καρέκλα του αναποδογύρισε και αυτός έπεσε μέσα σε νερό. Το νερό αυτό ήταν από τη σκούπα που είχε παραγεμίσει το πηγάδι και έτσι το πηγάδι ξεχείλισε. Παρ' ολ'αυτά η σκούπα συνέχιζε να γεμίζει το πηγάδι και έτσι σιγά σιγά πλημμύρισε και το εργαστήριο. 
   Ο Μίκυ προσπάθησε με μάγια να την σταματήσει αλλά απέτυχε. Έτσι ο Μίκυ αναγκάστηκε να καταφύγει σε πιο δραστικά μέτρα δηλαδή να την σπάσει. Ο Μίκυ φοβούμενος μην ξυπνήσει ο δάσκαλός του πήρε γρήγορα γρήγορα το τσεκούρι και άρχισε να την κομματιάζει.
   Μετά το κομμάτιασμα, από την σκούπα δεν είχαν μείνει παρά μόνο λίγα ξυλαράκια. Ευχαριστημένος από τη δουλειά του πήρε μια βαθιά ανάσα και ξελάφρωσε. Αλλά απ' ότι φαίνεται το μαρτύριό του δεν είχε τελειώσει γιατί από κάθε ξεχωριστό κομματάκι ξύλου της σκούπας αναγεννιόταν μια άλλη σκούπα σαν την Λερναία Ύδρα. Αυτές οι σκούπες ξανάρχισαν να παίρνουν νερό από την πηγή και να το αδειάζουν στο πηγάδι. Ο Μίκυ βλέποντάς τες προσπάθησε να τις σταματήσει για άλλη μια φορά. Όμως αυτές τον αγνόησαν και απλώς πέρασαν από πάνω του. Έτσι ο Μίκυ άρχισε να βγάζει νερό από τα παράθυρα, ώστε η πλημμύρα να μην τον πνίξει. Αλλά αυτός ήταν ένας και οι σκούπες αμέτρητες. Τα νερά όλο και ανέβαιναν μέχρι που ο Μίκυ πολεμούσε να σωθεί από τον πνιγμό. Οι σκούπες ακάθεκτες συνέχιζαν να βάζουν νερό. Ο Μίκυ για να σωθεί πιάστηκε από ένα βιβλίο. Το συγκεκριμένο βιβλίο μάλιστα ήταν ένα βιβλίο μαγικών. Έτσι όπως είχε πιαστεί απ' αυτό κατάφερε να γυρίσει τις σελίδες για να βρει κάποια λύση στο πρόβλημά του αλλά ήταν μάταιος κόπος. 
   Από όλο αυτό το θόρυβο ο δάσκαλος ξύπνησε και πήγε να δει τι συμβαίνει. Βλέποντας όλη αυτήν την πλημμύρα και τον  Μίκυ έτοιμο να πνιγεί, έδρασε γρήγορα, σήκωσε τα χέρια του ψηλά και έτσι οι σκούπες σταμάτησαν να βάζουν και άλλο νερό και έγιναν μία σκούπα. Όσο για το νερό με τέσσερις κινήσεις των χεριών του το εξαφάνισε. Ο Μίκυ μετά την εξαφάνιση του νερού είχε κρυφτεί κάτω από το βιβλίο με τα μαγικά. Σιγά σιγά βγήκε έξω από την κρυψώνα του και αντίκρισε το οργισμένο βλέμμα του δασκάλου του. 
   Ντροπιασμένος, με αργές κινήσεις έβγαλε το μαγικό καπέλο που φορούσε και το έτεινε προς τον δάσκαλό του.Εκείνος του το άρπαξε και τον κάρφωσε με ένα δολοφονικό βλέμμα. Ο Μίκυ πήρε τη σκούπα και την έδωσε και αυτή στο δάσκαλό του. Για να επανορθώσει και να δείξει ότι μετάνιωσε, πήρε τους κουβάδες και στην αρχή με αργά βήματα, μετά το χτύπημα του δασκάλου με τη σκούπα, με γρήγορο τρέξιμο, πήγε να συνεχίσει τη δουλειά,  όπως την έκανε στην αρχή χωρίς να χρησιμοποιεί ΜΑΓΕΙΑ.
   

Η αφήγηση της Εύας Χατζηδάκη

 


Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

Πάμε σινεμά με τη Λογοτεχνική Λέσχη Α1,Α2



\

Λογοτεχνική λέσχη Α1,Α2
Υπεύθυνη καθηγήτρια:
Ευαγγελία Καραμανιώλα


-Πάμε σινεμά;

-Μα και βέβαια!

Το σχολείο μας πήγε σινεμά! Κι όχι μια μόνο, αλλά  δυο 

φορές!

     Μια ταινία που  έκανε μεγάλη εντύπωση στους μαθητές μας  και τους ενθουσίασε πραγματικά  ήταν η ταινία invictus”!
    Mετά συζητήσαμε για την ταινία και τα θέματα που άγγιζε και διαπιστώσαμε τους κοινούς προβληματισμούς των παιδιών πάνω σε κοινωνικά ζητήματα όπως ο ρατσισμός, που στιγματίζει συμπεριφορές είτε μεμονωμένων ανθρώπων γύρω μας είτε ολόκληρων εθνών.
     Τα παιδιά έφτιαξαν αφίσες, ζωγράφισαν, έγραψαν κείμενα σχολιάζοντας αυτήν την τόσο ωραία ταινία!
    Σας παρουσιάζουμε μερικά δείγματα  που δημιούργησαν οι μαθητές της λογοτεχνικής λέσχης του Α1 και Α2.
    (Θα ακολουθήσουν κι άλλες εργασίες που δεν είναι ακόμη σε ψηφιακή μορφή).

    Μπράβο στα παιδιά για την προθυμία τους και την άψογη συνεργασία τους!




     
  Ένα κείμενο που σχολιάζει την ταινία αλλά και τα  κοινωνικά προβλήματα  τα οποία προβάλλονται- με εξαιρετικά σχόλια πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά και ψυχολογία είναι η εργασία του Γιάννη Κελέση, μαθητή του Α2. 



ΑΝΙΚΗΤΟΣ» του Κλιντ Ίστγουντ
Λένε ότι ο αθλητισμός έχει τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο. Μπορεί να ενώσει ανθρώπους όσο διχασμένοι κι αν είναι, μόνο και μόνο από τη χαρά της νίκης. Δεν είναι λίγες οι φορές που μία νίκη ένωσε έθνη, που ξεχύθηκαν στους δρόμους να πανηγυρίσουν. Ένας συνηθισμένος σχολικός περίπατος μιας βροχερής Παρασκευής ήταν η αιτία να παρακολουθήσουμε ένα εκπληκτικό έργο που επιβεβαιώνει τα όσα έλεγε ο μεγάλος ηγέτης Νέλσον Μαντέλα. Υποστήριζε ότι «ο αθλητισμός έχει τη δύναμη να εμπνεύσει». Συνήθιζε να λέει: «Έχει τη δύναμη να ενώσει τον κόσμο με έναν τρόπο που ελάχιστα πράγματα μπορούν. Μιλάει στους νέους σε μία γλώσσα που καταλαβαίνουν. Ο αθλητισμός μπορεί να δημιουργήσει ελπίδα σε μέρη, όπου υπάρχει μόνο απόγνωση». Μία συναρπαστική ταινία που βασίζεται σε αληθινά ιστορικά γεγονότα και δεν απογοήτευσε κανέναν από εμάς.
Η ταινία εστιάζει στη ζωή του ιστορικού προέδρου της Νότιας Αφρικής, Νέλσον Μαντέλα, την περίοδο μετά την πτώση του Απαρτχάιντ και την προσπάθεια του να φιλοξενήσει η χώρα του το επόμενο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράγκμπι. Οι φυλετικές και οικονομικές διαφορές και διακρίσεις συνεχίζουν να διχάζουν τον πληθυσμό. Ύστερα από 27 χρόνια εγκλεισμού σε ένα μικρό κελί, ο Nelson Mandela (Morgan Freeman) αποφυλακίζεται και εκλέγεται πρόεδρος της Νοτίου Αφρικής. Η μεγαλύτερή του ανησυχία είναι το νέο καθεστώς να μην έχει κανένα απολύτως κοινό με το προηγούμενο. Οι λευκοί περιμένουν τον παραμερισμό τους και οι μαύροι ελπίζουν το ίδιο. Όμως ο Mandela θέλει και τους δύο να ζήσουν αρμονικά και να φτιάξουν ένα δυνατό και ειρηνικά κράτος. Το επικείμενο Παγκόσμιο Κύπελλο Ράγκμπι που θα λάβει χώρα στη Νότιο Αφρική τον εμπνέει. Βάζει σκοπό να ενώσει και πάλι το έθνος μέσα από το πνεύμα του αθλητισμού. Οι Springboks, όπως λέγεται η εθνική ομάδα, είναι το καμάρι των λευκών και το «κόκκινο πανί» για τους μαύρους. Αν όμως, με το σωστό χειρισμό, η ομάδα πάει καλά, τότε, ίσως όλοι να την υποστηρίξουν. Με την συμβολή του αρχηγού Francois Pienaar και το μεράκι του Nelson Mandela τα πάντα είναι πιθανά …. Με την πίστη ότι μπορεί να ενώσει το έθνος κάτω από την παγκόσμια γλώσσα του αθλητισμού, ο Μαντέλα καταφέρνει να φτάσει στον τελικό του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος του 1995, κάνοντας ένα πολύχρωμο έθνος να παραληρεί αγκαλιασμένο.
Ουσιαστικά πρόκειται για μία ταινία που δεν αναφέρεται μόνο στο πρόσωπο του Μαντέλα και την ενωτική του πολιτική αλλά πηγαίνει πιο μακριά, μας μιλάει για την αξία του ήθους, της προσπάθειας, της μεγάλης ιδέας, της ύπαρξης συγκεκριμένου οράματος και της επίτευξης του στόχου, με σιδερένια πίστη και αυτοπεποίθηση! Η ιστορία μας διδάσκει ότι ο αθλητισμός μπορεί να φέρει κοντά ανθρώπους εντελώς διαφορετικούς. Και ο Mandela απέδειξε ότι όχι μόνο ο ίδιος, αλλά ο λαός αν είναι ενωμένος είναι ανίκητος. Η ενδιαφέρουσα ιστορία και η τελική δικαίωση καθηλώνει το θεατή μπροστά στην οθόνη. Οι εικόνες της εποχής είναι τόσο έντονες όσο και η ευφυΐα του μεγάλου ηγέτη, που χρησιμοποίησε ένα λαϊκό άθλημα για προπαγανδιστικούς σκοπούς!  Χάρη σ’ αυτό κατόρθωσε να εξισορροπήσει τα οράματα των μαύρων και τους φόβους των λευκών. Βοηθός του, ο αρχηγός της ομάδας στον οποίο ο οραματιστής  Mandela, είδε τις προοπτικές του σχεδίου του να παίρνουν σάρκα και οστά. Ο Ματ Ντέιμον, ως αρχηγός της Εθνικής Ράγκμπι Νοτίου Αφρικής, με τη σειρά του καλείται να εμπνεύσει τους συμπαίκτες του, που αντιπροσωπεύουν όλη την χώρα, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1995. Μία ομαδική προσπάθεια, με πίστη για την ανατροπή του ακατόρθωτου, με μάχη σε τρία επίπεδα: στο σώμα, το μυαλό και την ψυχή. Η Ιστορία είναι γεμάτη τέτοια παραδείγματα. Όλοι τα ξέρουμε, ιδίως οι Έλληνες. Κάπως έτσι δεν πήραμε το Euro 2004; Ο Ότο Ρεχάγκελ εφάρμοσε κατά γράμμα την «τακτική Μαντέλα».
Ιδιαίτερα με εντυπωσίασε μία χαρακτηριστικά συγκινητική σκηνή, όταν ο Μαντέλα λέει στον Τζέισον, αρχηγό της προσωπικής του φρουράς: «Ένα πολυχρωμικό έθνος αρχίζει εδώ και τώρα.  Η συμφιλίωση αρχίζει εδώ. Ναι, η συμφιλίωση αρχίζει ….. Η συγχώρεση αρχίζει εδώ επίσης! Η συγχώρεση ελευθερώνει την ψυχή. Σβήνει τον φόβο». Εκεί γκρεμίζεσαι …… Γιατί, είναι μεγαλύτερη η εσωτερική δύναμη που πρέπει να έχει ένας άνθρωπος για να συγχωρήσει κάποιον από τον να τον εκδικηθεί.  
                                                                                     Γιάννης Κελέσης Α2


Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

Το σκεπτικό

Στο τμήμα Α5, στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας, μετά τη διδασκαλία της Περιγραφής και της Αφήγησης (Ενότητα 3) ασχοληθήκαμε και με ορισμένες ασκήσεις Δημιουργικής Γραφής (πηγή το βιβλίο της Χαράς Νικολακοπούλου, η δημιουργική γραφή στο γυμνάσιο). Μεσολαβούσαν  οι διακοπές των Χριστουγέννων κι έτσι τα παιδιά είχαν όλο το χρονικό διάστημα να δημιουργήσουν... Τα αποτελέσματα σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν εντυπωσιακά. Εξαιρετικό δείγμα αποτελεί η ιστορία που έγραψε ο  
Στυλιανός Τελόγλου και μπράβο του!

Η άσκηση

Η άσκηση ήταν η εξής: Στα τρία κείμενα που ακολουθούν γίνεται περιγραφή ενός χώρου στο πρώτο, ενός αντικειμένου (παλτό) στο δεύτερο και ενός προσώπου στο τρίτο. Αφού τα μελετήσετε, χρησιμοποιήστε τα για να φτιάξετε τη δική σας ιστορία. Τα λιγοστά στοιχεία που έχετε στη διάθεσή σας καθώς και οι τίτλοι των βιβλίων αποτελούν τον πυρήνα μιας ιστορίας που μπορείτε να εξελίξετε όπως εσείς νομίζετε.




Τα κείμενα

Άλντους Χάξλεϋ, Θαυμαστός καινούριος κόσμος

Η τεράστια αίθουσα του ισογείου έβλεπε το βορρά. Ήταν ψυχρή, παρά την καλοκαιρινή ατμόσφαιρα έξω από τα παράθυρα και την τροπική ζέστη στο εσωτερικό της. Μια εκτυφλωτική λεπτή ακτίνα έπεφτε μέσα από το τζάμι, ψάχνοντας απεγνωσμένα κάποιο από τα ντυμένα ανδρείκελα, μια από αυτές τις χλομές φιγούρες που παρήγαγε η φρίκη των ακαδημαϊκών. Μα δεν υπήρχε παρά γυαλί, νικέλιο και η γυαλιστερή πορσελάνη του εργαστηρίου. Παγερή ατμόσφαιρα. Οι φόρμες των εργατών ήταν άσπρες και στα χέρια τους φορούσαν λαστιχένια γάντια στο χλωμό χρώμα που έχουν τα πτώματα. Κυριαρχούσε ένας φωτισμός ανατριχιαστικά κρύος, νεκρικός, κατάλληλος για έναν κόσμο φαντασμάτων.

Αγγελική Δαρλάση, Τότε που κρύψαμε έναν άγγελο

Η Ραλλού, χωρίς καμία εμφανή αντίδραση από τη μεριά της για το αν συμφωνούσε ή διαφωνούσε με το δάσκαλο, φόρεσε το πανωφόρι της. Ήταν ένα φθαρμένο παλτό σε ποντικί χρώμα, τουλάχιστον ένα νούμερο μεγαλύτερο: τα μανίκια του κάλυπταν τα χέρια της και το στρίφωμά του έφτανε μέχρι και πιο κάτω από τους αστραγάλους της, σχεδόν το πατούσε- μου θύμιζε το μανδύα που κάποτε είχα δει σε μια εικόνα να φοράει ένας βασιλιάς: ήταν τόσο μακρύς που χρειαζόταν τουλάχιστον ένας ακόλουθος να τον κρατάει ώστε ο βασιλιάς να μπορεί να περπατάει ή ακόμα και να κάτσει.

Γουστάβος Φλωμπέρ, Μαντάμ Μποβαρύ

Ο καινούριος, που 'χε μείνει στη γωνία, πίσω από την πόρτα, σε τρόπο που μετά βίας τον βλέπαμε, ήταν ένα αγόρι από την εξοχή, δεκαπέντε χρόνων περίπου και μεγαλύτερος στο ανάστημα από όλους εμάς. Τα μαλλιά του ήταν κομμένα ίσια, πάνω από το μέτωπο, όπως τα 'χαν οι ψάλτες του χωριού, το ύφος του ήταν φρόνιμο και φαινόταν πολύ ζαλισμένος. Μόλο που οι πλάτες του δεν ήταν πλατιές, η τσόχινη πράσινη ζακέτα του, με μαύρα κουμπιά, πρέπει να τον ενοχλούσε σίγουρα στις μασχάλες, κι άφηνε να φαίνονται μέσα από τα σχιστά αναδιπλώματά της, κόκκινα χέρια συνηθισμένα να είναι γυμνά στον ήλιο. Τα πόδια του, φορούσε γαλάζιες κάλτσες, έβγαιναν μέσα από ένα κιτρινωπό παντελόνι που το παρατραβούσαν τιράντες. Είχε δυνατά παπούτσια κακοβερνικωμένα κι αρματωμένα με καρφιά στις σόλες.


Στυλιανός Τελόγλου, Στάσου πλάι μου

   Η Ραλλού και ο Γιώργος είναι δύο παιδιά που ζουν σε ένα μικρό χωριό της Ηπείρου. Το χωριό τους είναι τόσο μικρό, δέκα περίπου σπίτια. Την Άνοιξη και το Καλοκαίρι τα παιδιά φαίνεται να ζουν στον παράδεισο. Το μικρό χωρίο τους περιστοιχίζεται από ψηλά καταπράσινα δέντρα, ρυάκια και γάργαρα νερά κυλούν τριγύρω και τα πανύψηλα βουνά της Πίνδου μοιάζουν σαν να ηρεμούν μόλις αρχίζουν τα πουλιά να κελαηδούν και μπαίνει η Άνοιξη. Το Χειμώνα τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, γιατί τα δύο παιδιά πηγαίνουν στο Λύκειο που απέχει δύο ώρες από το χωριό τους. Πολλές φορές δεν καταφέρνουν να φτάσουν στο σχολείο εξαιτίας του κακού καιρού και διαβάζουν μόνοι τους, οι δυο τους στο σπίτι.
   Είναι δύο παιδιά που προέρχονται από φτωχές οικογένειες, παιδιά κτηνοτρόφων, που πολλές φορές βοηθούν και τους γονείς τους στις καθημερινές δουλειές τους. Παρόλα αυτά προσπαθούν πάντα για το καλύτερο, είναι εξαιρετικά καλοί μαθητές και θέλουν να περάσουν στο Πανεπιστήμιο και να γίνουν γιατροί. Είναι παιδιά που βλέποντας τις δυσκολίες των γονιών τους προσπαθούν για ένα καλύτερο μέλλον. Το χειμώνα με το πολύ κρύο η Ραλλού φοράει ένα φθαρμένο, σχισμένο, αταίριαστο για το σώμα της πανωφόρι. Τα χέρια της κρύβονται μέσα σ' αυτό ενώ το τελείωμα του φτάνει μέχρι την σόλα του παπουτσιού της. 
   Ο Γιώργος, επίσης, πολλές φορές φτάνει στο σχολείο φορώντας αταίριαστα ρούχα, μοιάζει να ξύπνησε και να φόρεσε ό,τι βρέθηκε μπροστά του, όμως αυτό δεν τον ενοχλεί καθόλου. Τα παπούτσια του είναι φθαρμένα και τρύπια και πολλές φορές τυλίγει τα πόδια του με μαλακά πανιά, για να μπορούν να διατηρηθούν ζεστά, όταν περπατάει μέσα στο χιόνι για να φτάσει στο σχολείο του.
   Έχουν φτάσει στην Τρίτη Λυκείου, έχουν παρακολουθήσει τις μισές περίπου ημέρες το σχολείο τους, γιατί η πρόσβαση σ' αυτό ήταν δύσκολη το Χειμώνα, έχουν όμως προετοιμαστεί κατάλληλα μόνοι τους και βρίσκονται αντιμέτωποι με τις εξετάσεις του Ιουνίου που θα τους οδηγήσουν στην πραγματοποίηση του ονείρου τους, που είναι η εισαγωγή τους στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι εξετάσεις για τα παιδιά αυτά ήταν εύκολες και το αποτέλεσμα σχεδόν δεδομένο. Τον Αύγουστο ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των Πανελλαδικών και η Ραλλού αλλά και ο Γιώργος πέτυχαν στο στόχο τους και ήταν πια φοιτητές.
   Η πρώτη επαφή με την Αθήνα ήταν απογοητευτική. Οι δρόμοι ήταν πελώριοι, τα κτίρια πανύψηλα, χιλιάδες άνθρωποι περπατούσαν με σκυμμένα κεφάλια, βιαστικά, λες και ήθελαν κάτι να προλάβουν, τα αυτοκίνητα σαν τα μυρμήγκια στη σειρά. Εδώ επικρατούσε μπετόν, σκούρο μουντό καφέ χρώμα παντού, στην ατμόσφαιρα, στο δρόμο, στο πρόσωπο των ανθρώπων, μπορεί και στις καρδιές τους. Ποιος ξέρει; Τα δυο παιδιά αλλιώς είχαν συνηθίσει να ζουν στη φύση, στο πράσινο, στις μυρωδιές των λουλουδιών, στο λευκό χιόνι του Χειμώνα. Στο χωριό όλοι ήταν μια μεγάλη οικογένεια ενώ εδώ κανείς δεν γνωρίζει κανένα...
   Το πανεπιστήμιο ήταν ένας μεγάλος χώρος με πολλά κτίρια. Δειλά περπάτησαν στο προαύλιο και κατευθύνθηκαν σε ένα από τα κτίρια. Στο ισόγειο συνάντησαν τη μακέτα του κτιρίου και αφού μελέτησαν το σχέδιο του ανέβηκαν τη θεόρατη μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε στον πρώτο όροφο. Εκεί αντίκρισαν ένα μεγάλο διάδρομο και πολλές πόρτες αριθμημένες, δεξιά και αριστερά του. Βρήκανε την αίθουσα 52 που ήταν ανοιχτή και μπήκανε μέσα. Ήταν μια τεράστια αίθουσα ψυχρή και παγερή. Ήταν φτιαγμένη από μέταλλο, γυαλί και πλαστικό. Μεγάλα τζάμια υπήρχαν γύρω- γύρω, πλαστικοί πάγκοι εργασίας και μεταλλικά κουφώματα και όργανα.
   Σε αυτή την τόσο παγερή και κρύα αίθουσα, στέκονταν όρθιοι αρκετοί συμφοιτητές τους και περίμεναν με αγωνία την προσέλευση του καθηγητή. Ευτυχώς ήταν ένας χαρούμενος και χαμογελαστός άνθρωπος που με τον τρόπο του και τη διάθεσή του έσπασε τον "πάγο" που επικρατούσε μεταξύ τους και ζέστανε με το χαμόγελό του την ατμόσφαιρα της αίθουσας. Εξαιτίας της συμπεριφοράς αυτού του ανθρώπου όλοι χαλάρωσαν, ένιωσαν καλύτερα και, είδαν με άλλη οπτική το χώρο αλλά και τους συμφοιτητές τους. Τελικά, η πρώτη ημέρα στο Πανεπιστήμιο από κρύα, παγερή, απρόσωπη εξελίχτηκε σε ζεστή, ανθρώπινη και δημιουργική ημέρα.
   Τα παιδιά πέρασαν έξι ολόκληρα χρόνια στην Αθήνα. Δεν αποχωρίστηκαν ποτέ ο ένας τον άλλο και ήταν πάντα μαζί στα εύκολα και στα δύσκολα, στα ευχάριστα και στα δυσάρεστα. Έγιναν δύο πετυχημένοι γιατροί που ποτέ δεν ξέχασαν τις δυσκολίες που πέρασαν για να σπουδάσουν, τις ομορφιές του χωριού τους, τα φτωχικά παιδικά χρόνια τους, αλλά και την πρώτη επαφή τους με τη μεγαλούπολη Αθήνα και το Πανεπιστήμιο, που φάνταζαν πελώρια, απέραντα, θεόρατα στα τότε παιδικά μάτια τους.

Τα δελφινάκια του Αμβρακικού - Βιβλιοπαρουσίαση

Όταν το Πάσχα έγινε η πρόταση στους μαθητές του Α5 να παρακολουθήσουν την ταινία του Ντίνου Δημόπουλου, Τα δελφινάκια του Αμβρακικού και να γράψουν την περίληψη, κάποια παιδιά ζήτησαν να διαβάσουν το αντίστοιχο βιβλίο και να κάνουν βιβλιοπαρουσίαση. Η ιδέα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, γιατί έτσι θα μπορούσαν να εντοπιστούν οι διαφορετικές τεχνικές αφήγησης σε δύο διαφορετικές τέχνες (λογοτεχνία - κινηματογράφο). Πολύ αξιόλογη είναι η βιβλιοπαρουσίαση της Αθηνάς Χασάπη.

   
Περίληψη της υπόθεσης

  "Τα δελφινάκια του Αμβρακικού" είναι ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε από τον Ντίνο Δημόπουλο και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1988 από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Στο μυθιστόρημα αυτό παρουσιάζεται μια καλοκαιρινή ιστορία που βιώνουν δύο μικρά παιδιά, ο Πέτρος και η Ανθούλα.
   Ο Πέτρος,  ένα παιδί ονειροπόλο ζει σ' ένα παραθαλάσσιο χωριό και παίζει κοντά στο φάρο. Στο χωριό έρχεται η Ανθούλα, καθώς ο πατέρας της διορίζεται τελωνειακός εκεί - γνωρίζεται με τον Πέτρο καθώς παίζουν και οι δύο  στο φάρο και στο "στρατηγείο" τους, μια μικρή καλύβα κοντά στο λιμάνι, και γίνονται οι καλύτεροι φίλοι. Όνειρό τους  είναι να ταξιδέψουν. Αργότερα στο "στρατηγείο" εγκαθίσταται ένα φυματικό παιδί, ο Πάνος, μόνος του, γιατί η μητέρα του δουλεύει μακριά, στα Γιάννενα. Γνωρίζεται με τα δυο παιδιά που αρχίζουν να τον βοηθούν, φέρνοντάς του τρόφιμα και φάρμακα, και για αντάλλαγμα τους μαθαίνει γράμματα. Στη συνέχεια, ο Πέτρος και η Ανθούλα προσπαθούν με κάθε τρόπο να συγκεντρώσουν χρήματα για τη θεραπεία του φίλου τους. Ο Πέτρος πουλάει το ποδήλατο που του χάρισε ο θείος του και διοργανώνουν μια παράσταση Καραγκιόζη. 
    Τελικά, τη θεραπεία του Πάνου την αναλαμβάνει ο νονός του αδερφού του Πέτρου και η υγεία του αρχίζει να βελτιώνεται. Επιπλέον, η μητέρα του παντρεύεται τον θείο του Πέτρου και έτσι ο Πάνος αποκτά ξανά οικογένεια. Τέλος, ο πατέρας της Ανθούλας προάγεται και μετατίθεται σε άλλη πόλη και οι δύο φίλοι, η Ανθούλα και ο Πέτρος , χωρίζονται.

Παρουσίαση βασικών χαρακτήρων
 
Πέτρος: Είναι ονειροπόλος και έχει μεγάλη φαντασία. Φαντάζεται ότι είναι καπετάνιος και ότι ο φάρος είναι το καράβι του. Επιπλέον, είναι έξυπνος και επινοητικός, καθώς εφευρίσκει πολλούς τρόπους για να βοηθήσει τον Πάνο. Στις σχέσεις του με τους ανθρώπους είναι ντροπαλός αλλά και πολύ τρυφερός και συναισθηματικός. Αυτό φαίνεται από την αγάπη και την αφοσίωση που δείχνει στην Ανθούλα και το θυμό και τη λύπη του όταν την αποχωρίζεται.
Ανθούλα: Είναι ένα μικρό κοριτσάκι που έρχεται από μεγάλη πόλη και γνωρίζει πολλά πράγματα που δεν ξέρει ο Πέτρος, για παράδειγμα τον κινηματογράφο, που της αρέσει πολύ. Είναι χαρούμενη, της αρέσουν τα παιχνίδια και αγαπάει πολύ τον Πέτρο. Είναι όμως άτολμη και διστακτική, γι' αυτό και θαυμάζει τον Πέτρο που είναι τολμηρός.
Πάνος: Είναι λίγο μεγαλύτερος από τα άλλα παιδιά, γύρω στα οκτώ. Υποφέρει από φυματίωση και ζει μόνος του στο στρατηγείο - καλύβα. Η μητέρα του δουλεύει μακριά και έρχεται κοντά του μια ή δύο φορές την εβδομάδα. Είναι ένα παιδί πληγωμένο από το θάνατο του πατέρα του, απογοητευμένο και απαισιόδοξο εξαιτίας της αρρώστιας του. Οι φίλοι τους όμως του δίνουν χαρά και αισιοδοξία και αυτό βελτιώνει την υγεία του. Τέλος, είναι υπεύθυνος, γιατί προστατεύει τα παιδιά, ώστε να μην κολλήσουν την αρρώστια του.
Θείος: Είναι ένας άνθρωπος πολύ πληγωμένος από το θάνατο της γυναίκας του, που υπεραγαπούσε. Θέλει, όμως, να ξεφύγει από τη μοναξιά του και να ξαναφτιάξει τη ζωή του, γι' αυτό και παντρεύεται τη μητέρα του Πάνου. Ο Πάνος έχει την ηλικία του γιου που δεν πρόλαβε να γεννηθεί, γι' αυτό και τον αγαπάει τόσο πολύ.

Λόγοι για τους οποίους συνιστώ αυτό το βιβλίο

   "Τα Δελφινάκια του Αμβρακικού" είναι ένα βιβλίο που πρέπει όλοι να διαβάσουν. Αφηγείται τις περιπέτειες μικρών παιδιών που με την αφέλειά τους προκαλούν τρυφερά συναισθήματα στον αναγνώστη. Επιπλέον, είναι ένα πολυ διδακτικό βιβλίο, καθώς τα παιδιά με τη συμπεριφορά τους μας διδάσκουν την ανθρωπιά και την αλληλοβοήθεια. Τέλος, στο βιβλίο αυτό οι ήρωες είναι πολύ ζωντανοί και όταν διαβάζουμε τις περιπέτειές τους είναι σαν να τις ζούμε.



Η δική μας Θεσσαλονίκη


Μετά τη διδασκαλία της 1ης Ενότητας στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας οι μαθητές του Γ1 χωρίστηκαν σε ομάδες και δημιούργησαν ένα κείμενο (πόστερ, βίντεο) της επιλογής τους, για να προβάλουν τη δική τους εικόνα της Θεσσαλονίκης. Όλες οι  παρουσιάσεις που έγιναν ήταν προσεγμένες. Πολύ εντυπωσιακή ήταν η δημιουργία της ομάδας των: Αργυρίου Βασίλη, Βαβάτσικα Κώστα, Βάμβαλη Χρήστου και Γιάννη Γκολέμα.




Ευπαλίνειο όρυγμα

Στην Α΄ Γυμνασίου, στο μάθημα της Ιστορίας, συγκεκριμένα στην ενότητα για την Πόλη - Κράτος και την εξέλιξη του πολιτεύματος, πολλοί μαθητές έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο για το Ευπαλίνειο Όρυγμα όσο και για τον Δίολκο και έφεραν πληροφορίες, που παρουσίασαν  στην τάξη. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι η εργασία της 

Αλεξάνδρας Μουρουδέλη, μαθήτριας του Α3.




Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

Τα δελφινάκια του Αμβρακικού

Για το Πάσχα, έγινε η πρόταση στους μαθητές του Α5 να παρακολουθήσουν στο YouTube την ταινία του Ντίνου Δημόπουλου "Τα δελφινάκια του Αμβρακικού". Σκοπός ήταν τα παιδιά να παρακολουθήσουν μια καλαίσθητη ταινία, να ευαισθητοποιηθούν πάνω στο θέμα του κοινωνικού αποκλεισμού και να ασκηθούν στην αφήγηση, καθώς στη συνέχεια θα έπρεπε να παραδώσουν μια περίληψη της ταινίας. Ακολουθεί η πολύ ωραία περίληψη της Ελένης Τσουρίλλα.




   Γύρω στα 1930, στο Κοχύλι, ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριουδάκι στον Αμβρακικό κόλπο, γνωρίστηκαν ο οκτάχρονος Πέτρος και η επτάχρονη Ανθούλα, που ήταν κόρη τελώνη. Στις καλοκαιρινές τους διακοπές περνούν ατέλειωτες ώρες μαζί και γίνονται αχώριστοι φίλοι. Ονειρεύονται να ταξιδέψουν μαζί και κάνουν τον ψηλό φάρο του Αμβρακικού καράβι τους.
   Μια μέρα σε μια βόλτα τους ανακαλύπτουν μια απομονωμένη καλύβα, στην οποία μένει μόνο του ένα άρρωστο, από φυματίωση παιδί, ο Πάνος. Οι κάτοικοι του χωριού το αποφεύγουν γιατί φοβούνται μην κολλήσουν. Ο Πάνος αποκαλύπτει στα δύο παιδιά ότι είναι φθισικός και κάνει μεγάλη προσπάθεια να τα πείσει να μην τον πλησιάσουν. Ο Πέτρος και η Ανθούλα, όμως, δε φεύγουν. Πεισμώνουν και αποφασίζουν να τον βοηθήσουν με αντάλλαγμα να τους μάθει γράμματα.
   Το ίδιο βράδυ πηγαίνουν στο τελωνείο και παίρνουν από τα αζήτητα, τρόφιμα που ήταν να πεταχτούν στη θάλασσα, για να τα δώσουν στο φίλο τους τον Πάνο.
   Το άλλο πρωί, όταν φέρνουν τα τρόφιμα στον Πάνο, τον βρίσκουν κι αυτόν καλά προετοιμασμένο. Έχει φτιάξει ξύλινα γράμματα και είναι έτοιμος να τους κάνει μάθημα.
   Τις επόμενες μέρες τα παιδιά αποφασίζουν να παίξουν το θεατρικό "Ο Καραγκιόζης Φούρναρης" και με τα χρήματα από τις εισπράξεις φέρνουν γιατρό από την Άρτα για το φίλο τους, τον Πάνο. Ο γιατρός περιποιείται τον Πάνο και κάνει προσπάθειες να τον βάλει σε ένα αναρρωτήριο, για να γίνει καλά από την αρρώστια του.
   Ενώ όμως, ο Πέτρος και η Ανθούλα προσπαθούν να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για το φίλο τους, οι χωριανοί πηγαίνουν στην καλύβα του για να την κάψουν, μαζί μ' αυτόν, επειδή έτσι πιστεύουν ότι θα προφυλαχθούν. Ευτυχώς, εκείνη την ώρα φτάνει η μητέρα του Πάνου με το νέο της σύζυγο, σώζουν το παιδί και το παίρνουν μαζί τους στα Γιάννενα.
   Η ιστορία του Πέτρου και της Ανθούλας θα τελειώσει μαζί με το Καλοκαίρι. Ο πατέρας της Ανθούλας παίρνει μετάθεση στην Ιθάκη και ο Πέτρος θυμώνει. Τα δύο παιδιά αποχαιρετιούνται με λύπη, αλλά κρατάνε μέσα τους τις αναμνήσεις όσων πέρασαν το Καλοκαίρι.

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Οι εκλεκτοί

Μετά τη διδασκαλία του ποιήματος του Μιχάλη Γκανά, Γυάλινα Γιάννινα, στο τμήμα Α5,  ασχοληθήκαμε με μια άσκηση δημιουργικής γραφής από το βιβλίο της Χαράς Νικολακοπούλου, "η δημιουργική γραφη στο γυμνάσιο". Τα παιδιά έπρεπε να δημιουργήσουν μια ιστορία με το φανταστικό διώνυμο δηλαδή μ' ένα ζεύγος από τις παρακάτω λέξεις, γύρω από τις οποίες έπλεξαν μια μικρή ιστορία:
βουνά-νυφίτσα
λίμνη-αλεπού
κάστρο - χιόνι
βαπόρι - γυάλινα
μιναρέδες - μαλαματένια
Όλες οι ιστορίες ήταν πολύ ενδιαφέρουσες. Μυστηριώδης και ιδαίτερα εμπνευσμένη ήταν η ιστορία του Μιχάλη Χατζηγιάννη. 


http://gr.azimage.com/photos/edinburgh-castle-scotland-uk-illuminated-at-night-in-the-winter-snow-392604

Ήταν βράδυ στη Σκωτία. Σε ένα κάστρο ψηλά στα βουνά, ο βασιλιάς δεν είχε ύπνο. Αποφάσισε να βγει έξω, στις πολεμίστρες, για να δει το χιόνι να πέφτει. Η χιονόπτωση δεν ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο στη Σκωτία, παρ' όλα αυτά το χιόνι πάντοτε γοήτευε το βασιλιά.
   Ξαφνικά, μέσα από το χιόνι εμφανίστηκε μια γυναίκα. Ο βασιλιάς, έκπληκτος, της φώναξε να μπει μέσα, αλλά εκείνη δεν απάντησε, μονάχα του έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Εκείνος, περίεργος ζώστηκε το σπαθί του, καβάλησε το άλογό του και πήγε να την βρει. Η απουσία του δεν έγινε αντιληπτή από κανέναν, παρά μόνο από τον φρουρό ο οποίος έκανε περιπολία σε εκείνο το τμήμα του κάστρου. Όταν ο βασιλιάς έφτασε στο σημείο όπου είχε δει τη γυναίκα εκείνη δεν ήταν εκεί. Φώναξε μερικές φορές, ελπίζοντας ότι θα τον άκουγε, αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Φοβούμενος ότι η γυναίκα χάθηκε στο χιονισμένο τοπίο, ο βασιλιάς πήρε το δρόμο της επιστροφής. Μπροστά στην πύλη όμως είδε τη μυστηριώδη γυναίκα. Εκείνη χωρίς να πει κάτι, ανέβηκε στο άλογό του και του υπέδειξε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ο βασιλιάς ξεκίνησε να προχωράει και μια ώρα αργότερα αντίκρισε ένα αλαβάστρινο παλάτι. Το χιόνι που έπεφτε, είχε κάνει το τοπίο μαγικό και έκανε το βασιλιά να νιώθει πως κάποιος θεός ζούσε εκεί.
   Πράγματι, η γυναίκα εξαφανίστηκε και σε λίγο επέστρεψε, αλλά όχι μόνη της - τη συνόδευε η μεγαλύτερη θεότητα των Σκωτσέζων, ο θεός Όντιν. Ο βασιλιάς έπεσε και προσκύνησε το θεό του, ενώ εκείνος του είπε να σηκωθεί, γιατί θέλει να του μιλήσει. Ο βασιλιάς υπάκουσε και άκουσε αυτά που είχε να πει ο Όντιν. Όταν ο Όντιν τελείωσε αυτά που είχε να πει, επέτρεψε στο βασιλιά να φύγει. Εκείνος εξαφανίστηκε αφήνοντας λίγο χιόνι πίσω του...
   Όταν ο βασιλιάς γύρισε στο κάστρο του , εξιστόρησε τα πάντα στο λαό του. Τους είπε ότι ο Όντιν τους επέλεξε ως το αγαπημένο του κάστρο και όλοι έπρεπε να το θεωρούν μεγάλη τιμή. Γι' αυτό οι κάτοικοι εκείνου του κάστρου ονομάστηκαν ΕΚΛΕΚΤΟΙ.

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015


 

   Γκαλερί Νόστος

                                                     

   Ανδριάνα-Μαρία Λιάλιου Β2

14ο Γυμνάσιο Θεσ/νίκης

Υπεύθυνη Καθηγήτρια: Αναγνώστου Αθανασία

                                                       Θεσσαλονίκη 2015

               Εξώφυλλο: Από τις "Στέγες του Λονδίνου" του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα. Επεξεργασία στο Photoshop

 

"Το δείπνο σερβιρίστηκε κύριε, θέλετε κάτι ακόμη;"

Ο  Τόμας Γούναρης κοίταξε έξω από το μεγάλο μπρούτζινο παράθυρο, "ο καιρός είναι μουντός σήμερα."

"Όπως κάθε μέρα κύριε, το Λονδίνο έχει πάντα θλιμμένο πρόσωπο.  Επιθυμείτε να σας φέρω τίποτα άλλο;" είπε γλυκά η νεαρή καμαριέρα που είχε προσληφθεί το προηγούμενο καλοκαίρι.

"Όχι, ευχαριστώ. Μπορείς να πηγαίνεις"

Η κοπέλα έσκυψε το κεφάλι από σεβασμό και αποχώρησε από το μεγάλο, περιποιημένο καθιστικό.

Ο Τόμας, σηκώθηκε από την βελούδινη πολυθρόνα και έβαλε για τον εαυτό του άλλο ένα "Μπλακ Λέιμπελ". Το συνήθιζε, κάθε βράδυ πριν από το γεύμα του.

Προερχόταν από φτωχή οικογένεια, τέσσερα αδέλφια. Αυτός ήταν ο τρίτος στην σειρά. Κατοικούσαν σε μια γειτονιά κοντά στα κάστρα της Θεσσαλονίκης. Φτωχογειτονιά, παρόλα αυτά ζούσαν ευτυχισμένοι. Όταν ο Θωμάς έγινε δεκαεπτά ετών, αποφάσισε να καλλιεργήσει το ταλέντο του στην γραφή και να γράψει βιβλία. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το έτος 1963 και πήγε εξαιρετικά. Τον βοήθησε βέβαια ο πατέρας του με το κουράγιο και την υποστήριξη που του έδειξε αλλά και με τις οικονομίες που είχε φυλάξει. Ο Θωμάς είχε να το λέει " Όλα τα οφείλω στον πατέρα, αν δεν μου είχε δώσει τα χρήματα να εκδώσω το βιβλίο δεν θα βρισκόμουν εδώ που είμαι." Αργότερα, έγραψε και άλλα βιβλία. Την μία επιτυχία μετά την άλλη. Όταν οι γονείς του σκοτώθηκαν από αυτοκινητιστικό δυστύχημα, τα αδέρφια χωρίστηκαν. Ο Θωμάς, πήγε να μείνει στα προάστια του Λονδίνου. Πλούσιος πια, ανύπαντρος, χωρίς παιδιά κατοικούσε μόνος σε μία τεράστια έπαυλη.

"Κύριε, μην ξεχάσετε την έκθεση ζωγραφικής του κύριου Γουίλιαμ αύριο το απόγευμα".

Ο Τόμας έγνεψε καταφατικά και κοίταξε στο παράθυρο πίνοντας μια γουλιά από το ποτό του.

______________________________

 

 Βγήκε από το σπίτι του, πράγμα που δεν συνήθιζε. Ένιωσε την υγρασία σε όλο του το κορμί, ανατρίχιασε. Στο αυτοκίνητο, κοιτούσε από το παράθυρο. Το Λονδίνο είχε αλλάξει, το είχε αντιληφθεί από την προηγούμενη έξοδο του, πριν περίπου ένα μήνα. Το αυτοκίνητο φρέναρε απότομα και σταμάτησε μπροστά από ένα μεγάλο επιβλητικό κτίριο βαμμένο με ένα μπορντό χρώμα που θύμισε στον Τόμας κεράσια που έτρωγε μικρός. Κοίταξε ψηλά. Στην είσοδο του κτηρίου υπήρχε η επιγραφή: Nostos Gallery.

"Περίμενε με εδώ, δεν θα αργήσω." είπε στον οδηγό.

"Μάλιστα κύριε."

Ο άντρας βγήκε από το ακριβό αυτοκίνητο και έσπρωξε τις γυάλινες πόρτες του κτιρίου. Είχε να δει τον Γουίλιαμ από πρόπερσι τον Νοέμβριο. "Δεν βαριέσαι, το ίδιο γεροντάκι θα έχει μείνει" σκέφτηκε. Δεν τον συμπαθούσε. Θυμόταν πως πάντα τον ανταγωνίζονταν " Εσύ Τόμας, έγραψες τίποτα τελευταίο ή έχασες την έμπνευση σου με τα χρόνια;" Και μετά άρχιζε να γελάει σαρκαστικά και δυνατά ώσπου τον άκουγαν όλα τα γειτονικά σπίτια.

Η αίθουσα ήταν γεμάτη όπως πάντα. Άνθρωποι της καλής κοινωνίας και αριστοκράτισσες με λαμπερά φορέματα περιφέρονταν, μιλούσαν, γελούσαν.

"Τόμας!" ακούστηκε μια βραχνή φωνή από την πόρτα.

Ο άντρας γύρισε και αντίκρισε τον Γουίλιαμ. Είχε παραμείνει ίδιος. Κοντός, αδύνατος και καχεκτικός, αλλά με σπινθηροβόλο βλέμμα που άστραφτε από εξυπνάδα.

"Γουίλιαμ." είπε ο Τόμας με όσο περισσότερο ενθουσιασμό μπορούσε.

" Σ' ευχαριστώ θερμά που ήρθες στην έκθεση μου, η αλήθεια είναι ότι δεν σε περίμενα." είπε και συνέχισε δυνατά τώρα να μιλάει σε όλα εκείνα τα γνωστά-άγνωστα  πρόσωπα που έβλεπε κάθε φορά σε κάθε γκαλερί του "κυρίου Γουίλιαμ", όπως έλεγε ειρωνικά, αλλά δεν τα γνώριζε. Αφού ξερόβηξε μια δυο φορές ο ζωγράφος είπε "Κύριοι, κυρίες, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω που με τιμήσατε με την παρουσία σας για άλλη μια φορά.

Σας είμαι ευγνώμων που με στηρίζετε επανειλημμένα και βρίσκεστε κοντά μου σε κάθε μου καινούρια έκθεση. Αλλά ας μην καθυστερώ. Φέτος, επέλεξα να κινηθώ με διαφορετικό τρόπο. Δεξιά και αριστερά σας υπάρχουν θεματικές αίθουσες με αντίστοιχα έργα μου. Κάθε αίθουσα περιέχει πίνακες που απεικονίζουν συγκεκριμένες τοποθεσίες, Βενετία, Βέρνη, Παρίσι, Θεσσαλονίκη."

Το βλέμμα του Τόμας άστραψε, "Θεσσαλονίκη!" σκέφτηκε, και αφού τελείωσε ο καθιερωμένος λόγος του Γουίλιαμ, βάλθηκε να πλησιάζει με γοργά βήματα 'Την αίθουσα της Θεσσαλονίκης'.

Μπήκε στο δωμάτιο. Ένας χώρος, μεγάλος ίσα με το καθιστικό του Τόμας. Κάτω, στρωμένο ένα παχύ βαθύ μπλε περσικό χαλί και πίνακες διαφόρων μεγεθών στερεωμένοι στον λευκό τοίχο σε ίση απόσταση μεταξύ τους.  

Ο άντρας πλησίασε τον πρώτο πίνακα. Απεικόνιζε μια γειτονιά στα κάστρα της Θεσσαλονίκης, κοντά στον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό. "Και όμως, θα ορκιζόμουν πως αυτή η γειτονιά μου είναι γνώριμη" είπε ο Τόμας και το πρόσωπο του αμέσως έλαμψε. Τα ζωηρά χρώματα σαν να ξεκόλλησαν από τον πίνακα και έπιασαν τον Τόμας από το χέρι.

"Εγώ λέω να βάλουμε τον Θωμά να πάει να πάρει την μπάλα."

"Τι λες βρε; Επειδή εσένα σου ήρθε όρεξη για 'καντήλα', θα στείλεις εμένα; Εγώ στον κήπο αυτής της μάγισσας δεν πάω."

"Ο μπαμπάς μού είπε πως η κυρία Γερακίνα είναι κατά βάθος καλή."

"Ναι, κατά πολύ βάθος. Αν βγάλουμε την γαμψή της μύτη, τις κρεατοελιές της που γεμίζουν βαρέλι κρασί, και τα τεράστια ζαρωμένα χέρια της, θα είναι συμπαθητική."

Τα αγόρια γέλασαν δυνατά."Λοιπόν, τι θα κάνουμε; Ποιος θα πάει να πάρει την μπάλα;"

"Ο Θωμάς!" είπαν όλα τα παιδιά. Το αγόρι τσατισμένο έτρεξε στον φράχτη του κήπου."Αν με δει η μάνα πέθανα." ψιθύρισε. Σήκωσε το πόδι του και άρχισε να σκαρφαλώνει τον ψηλό ξύλινο φράχτη. Την στιγμή εκείνη βγήκε στο παράθυρο η μητέρα του να τινάξει την μαντήλα της.

"Θωμά!" φώναξε δυνατά.

Ο Τόμας ανοιγόκλεισε τα μάτια του, χαμογέλασε.

 "Ένα μήνα τιμωρίας είχα φάει" μονολόγησε. Προχώρησε στον επόμενο πίνακα με περισσότερη όρεξη αυτήν την φορά.

"Σέιχ Σου" διάβασε ο Τόμας τον τίτλο του έργο και μειδίασε. "Αχ, τι παιχνίδια ,τι γέλια" σκέφτηκε. Πρόσεξε καλύτερα τον πίνακα. Ένιωσε λες και ήθελε να του πει κάτι ένα μικρό έλατο που ήταν ζωγραφισμένο σε μια γωνιά. Πλησίασε.

Τελικά ήρθε η μέρα. Εκείνη η μέρα που τόσο λαχταρούσε ο Θωμάς. Θα πήγαιναν οικογενειακώς στο Δάσος. "Μα ποιο δάσος μαμά; Έχει η πόλη δάσος;" Είπε μόλις πρωτοάκουσε την ιδέα των γονιών του.

"Σέιχ Σου.  Έτσι το λένε."

Αυτό ήταν. Το μικρό αγόρι δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του, το Σέιχ Σου  και την εκδρομή που θα πήγαιναν όλοι μαζί. Και τελικά ήρθε η μέρα. Η πολυπόθητη εκείνη μέρα.

"Θωμά, βιάσου φεύγουμε". Φώναξε ο πατέρας. Το αγόρι εμφανίστηκε στην πόρτα. Ξεκίνησαν. Όλα τα αδέρφια, περπατούσαν. Όλοι με τα καλά τους. Σαν γιορτή!

Έφτασαν. Ο Θωμάς έμεινε να κοιτάει. Δεν χόρταινε να βλέπει όλη εκείνη την πρασινάδα που υπήρχε γύρω του. Έτρεξε. Γέλια, τραγούδια, παιχνίδια, φωνές. Ήταν όλα υπέροχα. " Εύχομαι να μην τελειώσει ποτέ αυτή η μέρα!" Φώναξε το μικρό αγόρι δυνατά.

Ο Τόμας δάκρυσε. "Ναι, σ' αυτό το δάσος είχαμε πάει, το θυμάμαι." μουρμούρισε νοσταλγικά.

O μεσήλικας άντρας προχώρησε στον επόμενο πίνακα με το χαμόγελο πλέον ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του. Κοίταξε τον πίνακα. Αυτή την φορά ήταν πολύ μεγάλος, έπιανε σχεδόν τον μισό τοίχο. Ο Τόμας πρόσεξε τον τίτλο, "Κυριακάτικος Πύργος". Το έργο απεικόνιζε τον Λευκό Πύργο, την Κυριακή, όπου έσφυζε από ζωή και κοσμοσυρροή. Κυρίες με καπέλα και  τσάντες, καροτσάκια με τα μωρά τους, παιδιά με μπαλόνια, λουλουδάδες, και σαλεπτσήδες, πλανόδιοι μικροπωλητές, ηλικιωμένοι και μη, σουλατσάρανε έξω από το έμβλημα της Θεσσαλονίκης. Μιλούσαν, γελούσαν, φώναζαν. Ο Τόμας έσκυψε πάνω από το έργο και ψιθύρισε κάτι σε ένα παιδάκι.

"Γεια! Με λένε Θωμά, θες να παίξουμε μαζί; Έχω φέρει και την μπάλα μαζί μου. Αν θες παίζουμε ποδόσφαιρο."

"Γεια σου! Είμαι ο Σπύρος. Εντάξει, ένα λεπτό να πω και στα αδέλφια μου να έρθουν ."

Σουρούπωνε. "Μαμά, να πηγαίνουμε κάθε μέρα εκεί, ακόμα και όταν μεγαλώσω, θέλω να πηγαίνουμε εκεί. Στον Λευκό Πύργο. Εκεί."

                                           ________________

"Κύριε Τόμας, η γκαλερί κλείνει σε δύο λεπτά." Οι θύμησες δεκαετιών, έσβησαν μαζί με τα πρώτα φώτα του διαδρόμου. Ο άντρας εγκατέλειψε την αίθουσα αργά.

   

 

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Ένα πολύ ενδιαφέρον και απολαυστικό βίντεο που είναι αποτέλεσμα εμπνευσμένης συνεργασίας. Γιατί μέσα στις εξετάσεις χρειάζεται και λίγη έμπνευση...