Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

Ζωρζ Σαρρή, Το ψέμα

Με αφορμή το κείμενο της Ζωρζ Σαρή, Νινέτ προτάθηκε στους μαθητές του τμήματος Α5 να διαβάσουν ένα άλλο βιβλίο της ίδιας συγγραφέως, "Το ψέμα".  Το αφήγημα άρεσε πολύ στα παιδιά και οι περιλήψεις του βιβλίου που έγραψαν - κάποιες  πιο σύντομες και άλλες πιο εκτεταμένες - ήταν πολύ ικανοποιητικές. Ακολουθούν ενδεικτικά οι περιλήψεις της Ματίνας Χιλιτίδου και του Στυλιανού Τελόγλου.

Η περίληψη της Ματίνας Χιλιτίδου

   Η Χριστίνα είναι ένα κορίτσι 12 ετών που μαζί με τους γονείς της κατοικούσε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας της ήταν ασφαλιστής σε μια γερμανική εταιρία και είχε έναν καλό μισθό. Ήθελε όμως κάτι παραπάνω κι έτσι όταν του γίνεται πρόταση να φύγει στη Γερμανία να δουλέψει είναι πρόθυμος να ξενιτευτεί. Η μητέρα της, η κυρία Ελευθερία, αρνείται να αφήσει την Ελλάδα κι έτσι...αρχίζουν οι συζυγικοί καυγάδες.


   Και η ιστορία ξεκινάει κάπως έτσι, με τη Χριστίνα να φτάνει με το τρένο στην Αθήνα, σε μια πόλη, ξένη γι' αυτή. Ο πατέρας της έχει φύγει μόνος για Γερμανία και η μητέρα της έχει πουλήσει το σπίτι τους για να αγοράσει ένα θυρωρείο στην Αθήνα.
   Κι εκεί αρχίζει μια άλλη ζωή. Εκείνη και η μητέρα της ζουν πλέον σε ένα μικρό ημιυπόγειο θυρωρείο. Απ' το παράθυρό της δεν βλέπει πλέον τη θάλασσα αλλά τα πόδια των περαστικών. Η μητέρα της είναι τώρα θυρωρός κι αναλαμβάνει κει επιδιορθώσεις ρούχων για να τα φέρει βόλτα κι εκείνη, εκείνη είναι μόνη.

   Ο θείος της ο Γιώργος διδάσκει μαθηματικά στο Λύκειο Χρήστου Μηνά στο οποίο είναι προορισμένη να πάει για να μην πληρώνουν δίδακτρα. Εκεί γνωρίζει την ξαδέρφη της, τη Ρέα, η οποία είναι συνομήλική της κι έχει αναλάβει να τη συστήσει στους συμμαθητές τους. Κι ενώ η ξαδέρφη της την υποδέχεται αγκαλιάζοντάς την, αυτή είναι απόμακρη. Της είναι όλα τόσο ξένα! Καινούριο σπίτι, καινούριο σχολείο, καινούριοι συμμαθητές, καινούρια ζωή. Στον μόνο που μπορεί να μιλήσει για την απελπισία που νιώθει, είναι το Χριστινάκι, η αγαπημένη της κούκλα και καταγράφει τη θλίψη της στο ημερολόγιό της. Μόνο εκεί λέει όλη την αλήθεια. Και κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει στη ζωή της παρά μόνο η μητέρα της, ο θείος και η θεία της. Ούτε καν η ξαδέρφη της. Στους καινούργιους της φίλους λέει πως ο πατέρας της είναι επιχειρηματίας και ταξιδεύει. Κι αυτό, είναι το πρώτο ψέμα γύρω από το οποίο υφαίνει ένα ολόκληρο κουβάρι από ψέματα.

   Η καινούρια της παρέα είναι ο Αλέξης, η Σόφη, που είναι φίλη του Αλέξη απ' τη Θεσσαλονίκη, η Λίνα, αδερφή του Αλέξη, ο Πέτρος, η Τάνια, φίλη της ξαδέρφης της και το "μικρό" η Μαρία. Με τον Αλέξη υπάρχει αμοιβαία συμπάθεια. Το ίδιο και με τη Λίνα. Στο σχολείο κάθεται με τη Μαρία η οποία είναι κατώτερης τάξης και λίγο "στουρνάρι" αλλά αυτό δεν τη στενοχωρεί. Κάποιος πρέπει  να 'ναι τελευταίος. Μαζί κάνουν πολύ καλή παρέα. Όλα δείχνουν να πηγαίνουν σχετικά καλά μέχρι που συμβαίνει κάτι και αλλάζει τα πάντα! Στο διαγώνισμα μαθηματικών του τριμήνου κάποιος κλέβει τις απαντήσεις και ρίχνουν το φταίξιμο στη Μαρία η οποία  πρώτη φορά λύνει τις ασκήσεις σωστά και τη μέρα που συνέβη το περιστατικό ήταν επιμελήτρια. Εκείνη αρνείται τα πάντα και θυμώνει για πρώτη φορά. Όμως κανείς πια δεν της μιλάει, γιατί εξαιτίας του γεγονότος χάσανε μια εκδρομή. Ακόμα και η Χριστίνα την αποφεύγει. 

   Τυχαία όμως η μαμά της Χριστίνας ανακαλύπτει το χαρτί με τις απαντήσεις του διαγωνίσματος σε μια φούστα που πήρε για επιδιόρθωση. Κι έτσι η Χριστίνα ξέρει πλέον για την αθωότητα της Μαρίας και την ενοχή της Τάνιας. Πώς όμως να πει την αλήθεια; Αν το κάνει, θα πρέπει να φανερώσει ότι η μαμά της είναι μια μοδιστρούλα της γειτονιάς. Αποφασίζει να καθίσει πάλι στο θρανίο με τη Μαρία και κατηγορεί την Τάνια ότι είναι ψεύτρα και δειλή και πλέον κάνει παρέα μόνο με τη Μαρία. Ο Αλέξης τη ρωτάει να μάθει για τον καυγά της με την Τάνια κι εκείνη του λέει να ρωτήσει την Τάνια αν το ΑΟΓ=ΑΒΓ είναι η σωστή λύση. Κανείς απ' τους φίλους της δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει αυτό, εκτός από τη Λίνα που δίνει τη λύση. Κι ο Αλέξης ζητάει με σημείωμα από τη Χριστίνα να βρεθούν στο σπίτι του για να μιλήσουν. 

Εκεί φανερώνεται όλη η αλήθεια. Η Χριστίνα ξεσπώντας σε κλάματα, λέει τα πάντα στον Αλέξη κι εκείνος χοροπηδάει από χαρά που επιτέλους καταλαβαίνει γιατί η φίλη του είχε τόσο περίεργη συμπεριφορά όλον αυτόν τον καιρό. Και όλα είναι πλέον όπως πρέπει. Η Χριστίνα είναι ευτυχισμένη με την καινούρια της ζωή και στα γενέθλιά της καλεί όλους τους φίλους της στο σπίτι να γνωρίσουν τη μητέρα της, την κυρία Ελευθερία. Εκεί κάνουν δώρο στη Μαρία ένα βιβλίο με ποιήματα, γιατί της αρέσει να γράφει ποιήματα και της ζητούν έτσι συγγνώμη που την αμφισβήτησαν.

Η περίληψη του Στυλιανού Τελόγλου

   Το βιβλίο αυτό έχει βασικούς  πρωταγωνιστές την μικρή Χριστίνα, την μητέρα της την κυρία Ελευθερία και τους μαθητές της Γ΄ Γυμνασίου ενός σχολείου της Αθήνας.


   Η Χριστίνα είναι ένα κορίτσι δεκαπέντε ετών που ζει στη Θεσσαλονίκη, μια ήσυχη, ήρεμη και άνετη ζωή. Ο πατέρας της εργάζεται σε ασφαλιστική εταιρία. Κάποια στιγμή όμως γίνεται πρόταση στον πατέρα της να μεταβεί στη Γερμανία και να έχει καλύτερες αποδοχές. Σε αυτή την πρόταση ο πατέρας είναι θετικός αλλά η μητέρα της αντιδρά έντονα. Έτσι, μετά από πολλούς καβγάδες ο πατέρας εγκαταλείπει την οικογένειά του και η μητέρα αποφασίζει να πάρει τη Χριστίνα και αφού πουλά το σπίτι τους στη Θεσσαλονίκη, μετακομίζουν μητέρα και κόρη στην Αθήνα. Η επιλογή της Αθήνας συνδέεται με τον ξάδελφο της κυρίας Ελευθερίας, τον κύριο Γιώργο, ο οποίος είναι καθηγητής σε ένα καλό σχολείο των Αθηνών όπου θα μπορούσε να φοιτήσει και η Χριστίνα, εξασφαλίζοντας καλές σπουδές. Είναι σημαντικό για την κυρία Ελευθερία η Χριστίνα να συνεχίσει τις σπουδές της αφού είναι επιμελής και καλή μαθήτρια και όπως φαίνεται η μητέρα της προσπαθεί ιδιαίτερα μετά τη φυγή του πατέρα της για το καλό του παιδιού της.
   Η κυρία Ελευθερία έχει προηγηθεί και έχει μετακομίσει στην Αθήνα, έχει ήδη βρει ένα θυρωρείο σε μία πολυκατοικία και έχει ξεκινήσει να εργάζεται σε αυτό, ενώ παράλληλα παρέχεται στην οικογένεια η δυνατότητα να ζήσουν σε ένα μικρό χώρο στο υπόγειο της πολυκατοικίας. Λίγο πριν ξεκινήσουν τα σχολεία κατεβαίνει στην Αθήνα και η Χριστίνα, την περιμένει στο σταθμό των τρένων ο θείος της και την οδηγεί στο καινούριο της σπίτι, το οποίο έχει φροντίσει να το περιποιηθεί και να το ομορφήνει η μητέρα της.


   Η πρώτη επαφή της Χριστίνας με το χώρο αυτό είναι εντελώς αρνητική. Η σύγκριση με το σπίτι της Θεσσαλονίκης είναι αναπόφευκτη και προκαλεί αρνητικά συναισθήματα στη μικρή πρωταγωνίστρια. Στο όλο αρνητικό κλίμα προστίθεται και η πρώτη της επαφή με το σχολείο και τους συμμαθητές της. Οι συμμαθητές της είναι παιδιά πλούσιων οικογενειών, ιδιαίτερα ευκατάστατων γονιών και αμέσως μπαίνει στο μυαλό της Χριστίνας η σύγκριση και η απόρριψη των συμμαθητών της, επειδή και αυτή δεν ανήκει στην ίδια κοινωνική τάξη με τα παιδιά.




   Η Χριστίνα είναι πολύ κλειστή και μετρημένη στις κουβέντες και στις σχέσεις της με τα άλλα παιδιά. Αρχικά διαπιστώνει ότι ο θείος της δεν έχει μιλήσει σε κανένα, ούτε καν στην ξαδέλφη της, τη Ρέα, για την Χριστίνα και την οικονομική και κοινωνική της θέση. Έτσι, στις επίμονες ερωτήσεις των παιδιών η Χριστίνα παρουσιάζεται ως κόρη επιχειρηματία που ταξιδεύει πολύ συχνά, αποφεύγει να μιλάει για τους δικούς της και ουδέποτε προσκαλεί φίλους στο σπίτι της. Η ίδια βέβαια δεν πηγαίνει σε συγκεντρώσεις συμμαθητών της και εμφανίζεται σαν ένα παιδί με κλειστό χαρακτήρα, εσωστρεφές, που ίσως να κρύβει κάποιο μυστικό αλλά επειδή δεν ενοχλεί κανέναν δεν νοιάζεται και κανένας γι' αυτό. Ο καιρός περνάει, η Χριστίνα έχει καλές σχέσεις με όλους τους συμμαθητές της, ξεχωρίζει όμως η σχέση της με τον Αλέξη, γιο γιατρού, στον οποίο όμως, αν και εκτιμά ιδιαίτερα, δεν έχει ποτέ εμπιστευθεί το παραμικρό για την οικογένειά της και επίσης η σχέση της με την Μαρία, με την οποία επιλέγει να καθήσει και στο ίδιο θρανίο, αν και δεν είναι καλή μαθήτρια, αλλά σε αυτή ξεχωρίζει την ειλικρίνειά της τον αυθορμητισμό της, την καλοσύνη και την καλή της διάθεση.


   Η αρχή του τέλους που αφορά στην αποκάλυψη του ψέματος της Χριστίνας, ξεκινά από ένα περιστατικό που συνέβη κατά την διάρκεια των διαγωνισμών της Άνοιξης. Ο θείος της Χριστίνας διαπίστωσε ότι του έλειπαν οι λύσεις των ασκήσεων στα Μαθηματικά με αποτέλεσμα να προτείνει σε αυτόν που "έκλεψε" τις λύσεις να παρουσιασθεί και να παραδεχθεί την πράξη του ή διαφορετικά η τάξη θα έχανε την εκδρομή της στους Δελφούς που όλοι περίμεναν με μεγάλη αγωνία. Κανένας δεν παραδέχεται αυτή την πράξη και έτσι η τάξη ξεκινά να βρει τον επίδοξο "κλέφτη". Οι μαθητές που έγραψαν πολύ καλά είναι ελάχιστοι, οι πολύ καλοί αποκλείονται από τις υποψίες και στο τέλος στοχοποιείται η Μαρία που παραδέχεται ότι έγραψε περίφημα σε αυτό το διαγώνισμα αλλά παράλληλα ισχυρίζεται έντονα πως δεν έκανε αυτή την πράξη. Η Χριστίνα απομακρύνεται από την Μαρία ύστερα από αυτό το περιστατικό και η Μαρία αποτελεί το "μαύρο πρόβατο" για την τάξη, αφού χάθηκε για όλους η εκδρομή στους Δελφούς.
 
Κωνσταντίνος Μαλέας, Δελφοί
   Εν τω μεταξύ  η μητέρα της Χριστίνας, που ασχολείται με την ραπτική προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να ενισχύσει το εισόδημα της οικογένειας, ανακαλύπτει τυχαία σε μία φούστα που της έχουν δώσει για επιδιόρθωση διπλωμένο ένα χαρτί. Αυτό θα το αντιληφθεί η Χριστίνα και θα διαπιστώσει ότι είναι οι λύσεις των Μαθηματικών. Θα μάθει από την μητέρα της ότι η φούστα ανήκει στην Τάνια, την δεύτερη καλύτερη μαθήτρια της τάξης, ένα κορίτσι ιδιόρρυθμο με μυστηριώδη, κλειστό χαρακτήρα. Ύστερα απ΄αυτό η Χριστίνα νιώθει εγκλωβισμένη στο ίδιο της το ψέμα. Έχει τυχαία γίνει γνώστης του ανθρώπου που "έκλεψε" τις λύσεις των ασκήσεων, αλλά δεν μπορεί να το αποκαλύψει, γιατί παράλληλα πρέπει να απαντήσει σε μία σειρά από ερωτήματα που θα της τεθούν από τους συμμαθητές της και που θα την οδηγήσουν στην αποκάλυψη του δικού της ψέματος που αφορά την οικογένειά της. Διαπιστώνει λοιπόν ότι το ψέμα της έγινε χιονοστιβάδα, διογκώθηκε με πλήθος ψεμάτων που διαδέχονταν το ένα το άλλο και στο τέλος έγινε όμηρος η ίδια των ψεμάτων της. Έτσι αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Δείχνει στην Τάνια ότι γνωρίζει τον "κλέφτη" των λύσεων, αποκαθιστά τις σχέσεις της με την Μαρία και τέλος εξηγεί όλα τα γεγονότα που αφορούν την οικογένεια της διεξοδικά και με κάθε λεπτομέρεια στον φίλο της τον Αλέξη. Ο Αλέξης θεωρεί υπεύθυνο για την συμπεριφορά της Χριστίνας τον θείο της, ο οποίος ξεκίνησε συστηματικά να αποκρύπτει την οικονομική και οικογενειακή κατάσταση της Χριστίνας ακόμα και από την ίδια του την οικογένεια, της συμπαραστέκεται και της δίνει δύναμη και κουράγιο.



   Ο επίλογος του βιβλίου γράφεται την ημέρα των γενεθλίων της Χριστίνας. Την ημέρα αυτή οργανώνει η Χριστίνα ένα πάρτυ στο σπίτι της για όλους τους φίλους της, τους γνωρίζει για πρώτη φορά τη μητέρα της και η φίλη της η Μαρία της αφιερώνει ένα ποίημα που έχει γράψει αποκλειστικά γι' αυτή. Η Χριστίνα ανταποδίδει την αγάπη της στη Μαρία χαρίζοντας της μια ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου.




   Μέσα από το βιβλίο αυτό και από τον ξεχωριστό τρόπο συγγραφής της Ζωρζ Σαρή αντιλαμβανόμαστε ότι το ψέμα κάποια στιγμή θα αποκαλυφθεί όσο "αθώο" και να είναι θα προκαλέσει ντροπή και σύγχυση και θα εκθέσει ανθρώπους και καταστάσεις, γι' αυτό όσο και να μας πληγώνει κάποιες φορές η αλήθεια πρέπει να την αποδεχόμαστε και να την υπερασπιζόμαστε με σθένος, δύναμη και αισιοδοξία. 

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

Μαρκ Χάντον, Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα

Στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας στο τμήμα Γ1 μετά τη διδασκαλία της 3ης Ενότητας  "Είμαστε όλοι ίδιοι. Είμαστε όλοι διαφορετικοί" έγινε η πρόταση στα παιδιά να διαβάσουν το αφήγημα του Μάρκ Χάντον, Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα. Το κείμενο, που αποτελεί εξιστόρηση του Κρίστοφερ Μπουν, ατόμου με λειτουργικό αυτισμό, υιοθετεί την οπτική γωνία του ήρωα και βοήθησε τα παιδιά να έρθουν σε επαφή (όσο αυτό είναι δυνατό) με τον τρόπο που βιώνουν τις καταστάσεις άνθρωποι που βρίσκονται μέσα στο φάσμα του αυτισμού. Είναι πολύ ενδιαφέρον επίσης ότι κάποια παιδιά επέλεξαν να διαβάσουν το βιβλίο στην αγγλική γλώσσα.

 






 Ακολουθούν δύο πολύ ωραίες περιλήψεις του βιβλίου από τον Αλέξανδρο Γκρίγκα η πρώτη και από την Ελευθερία Δεληγιαννίδου η δεύτερη.


Αλέξανδρος Γκρίγκας

   Στο βιβλίο του Μαρκ Χάντον "Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα" ο κεντρικός ήρωας είναι ο δεκαπεντάχρονος Κρίστοφερ. Η ιστορία ξεκινά λίγα λεπτά μετά τις δώδεκα το βράδυ όταν ο έφηβος ήρωας βρήκε τον Ουέλινγκτον, το κανίς της γειτόνισσας, της κυρίας Σίαρς, νεκρό στον κήπο με μια τσουγκράνα καρφωμένη πάνω του. Η κυρία Σίαρς κάλεσε την αστυνομία νομίζοντας πως υπεύθυνος γι' αυτήν την πράξη ήταν ο Κρίστοφερ. Μόλις έφτασε ο αστυνομικός πήγε να ανακρίνει τον Κρίστοφερ και εκείνος τον χτύπησε, γιατί τον άγγιξε οπότε οδηγήθηκε κρατούμενος στο τμήμα. Ο πατέρας του ειδοποιήθηκε και έτσι η αστυνομία απλώς του έκανε μια σύσταση, που σήμαινε ότι ο Κρίστοφερ δεν θα έπρεπε να μπλέξει σε μπελάδες.
Ο Κρίστοφερ είναι ένα παιδί με ειδικές ανάγκες που χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα. Για παράδειγμα τρώει μόνο φαγητά που έχουν χρώμα κόκκινο και πράσινο και ποτέ καφέ και κίτρινο. Ακόμα, τα φαγητά στο πιάτο του δεν θέλει να ακουμπάνε το ένα στο άλλο. Μόλις τον αγγίξει κάποιος ακόμα και για να τον αγκαλιάσει στριγκλίζει αλλά αυτό το κάνει οποιαδήποτε στιγμή υπάρχει γύρω του κάτι που δεν του αρέσει. Δεν αντέχει να μην έχει πρόγραμμα , είναι ιδιοφυΐα στα μαθηματικά και δεν του αρέσει να περιτριγυρίζεται από κόσμο. Η μητέρα του, όπως μας πληροφορεί, έχει πεθάνει από καρδιακή προσβολή στο νοσοκομείο, οπότε ζούσε με τον πατέρα του στο Σουίντον.
   Ο ήρωάς μας, λοιπόν, επηρεασμένος από τα βιβλία του Σέρλοκ Χολμς αποφασίζει να ανακαλύψει το δολοφόνο του Ουέλιγκτον. Επίσης γράφει ένα βιβλίο με όλη αυτήν την ιστορία, όπου σημειώνει τις έρευνες που κάνει καθώς και τις απαντήσεις που δίνουν οι γείτονές  στις ερωτήσεις του. Όταν όμως ο πατέρας του το μαθαίνει, του απαγορεύει να ξαναασχοληθεί με αυτό το θέμα. Ο Κρίστοφερ τον παρακούει και πηγαίνει στο σπίτι της κυρίας Σίαρς, γιατί υποπτευόταν τον πρώην άντρα της, κύριο Σίαρς, που μπορεί να ήθελε να την εκδικηθεί. Ο πατέρας βρίσκει το βιβλίο που γράφει και θυμώνει πραγματικά πολύ. Μαλώνει τον Κρίστοφερ και κρύβει το βιβλίο. 

Ο Κρίστοφερ την επόμενη μέρα που ο πατέρας του έλειπε στην δουλειά έψαξε να βρει το βιβλίο του στην κρεβατοκάμαρα του. Εκτός από αυτό όμως βρήκε  γράμματα που του έστελνε η μητέρα του, με πρόσφατη ημερομηνία από το Λονδίνο. Τα διαβάζει και καταλαβαίνει ότι η μητέρα του ζούσε στο Λονδίνο με τον κύριο Σιαρς και ο πατέρας του του είχε πει ψέματα. Τότε χάνει  τις αισθήσεις του και κάνει εμετό. Ξυπνάει πάλι, όταν φτάνει ο πατέρας σπίτι, ο οποίος τον βρήκε ξαπλωμένο στο πάτωμα και κατάλαβε ότι είχε διαβάσει τα γράμματα, οπότε του ζήτησε συγγνώμη και προσπάθησε να του εξηγήσει. Ακόμα, πιστεύοντας πως δεν έπρεπε να του κρύβει τίποτε τώρα πια του αποκαλύπτει ότι αυτός ήταν που είχε σκοτώσει τον Ουέλινγκτον.

   Ο Κρίστοφερ τρομοκρατείται και από τον φόβο του, να μην τον πειράξει ο πατέρας του, παίρνει την απόφαση να φύγει από το σπίτι και να πάει  στο Λονδίνο στην μητέρα του με το τρένο. Πήρε το ποντίκι του, τον Τόμπι, φαγητό και την κάρτα ανάληψης μετρητών του πατέρα του. Φτάνει στον σταθμό των τρένων. Εκεί βρέθηκε ένας αστυνομικός που τον βοήθησε να βγάλει χρήματα από την τράπεζα. Αμέσως μετά πήγε στο εκδοτήριο εισιτηρίων έβγαλε το εισιτήριο για Λονδίνο. Επιβιβάστηκε στο τρένο. Όμως λίγο πριν ξεκινήσει ανέβηκε στο τρένο και ο αστυνόμος, γιατί είχε ενημερωθεί ότι το παιδί το έψαχνε ο πατέρας του. Το έπιασε, όμως είχε ήδη ξεκινήσει το τρένο. Κάποια στιγμή  ο Κρίστοφερ χρειάστηκε τουαλέτα. Φεύγοντας είδε μια ντουλάπα και χώθηκε μέσα. Έτσι, ο αστυνόμος τον έχασε. Όταν το τρένο έφτασε στο τέρμα και αποβιβάστηκαν όλοι κατέβηκε και ο Κρίστοφερ. Από την πολυκοσμία δεν αισθάνθηκε καλά  και έκατσε σε έναν πάγκο για πέντε ώρες. 

Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του η αίθουσα είχε αδειάσει. Είχε χάσει όμως τον Τόμπι. Τον βρήκε στις ράγες και προσπάθησε να τον πιάσει, κινδυνεύοντας να τον πατήσει ένα τρένο. Ευτυχώς τον έσωσε ένας άντρας. Αμέσως μετά μπαίνει σ' ένα λεωφορείο, κατεβαίνει στη σωστή στάση και πηγαίνει στο διαμέρισμα της μητέρας του με τη βοήθεια ενός χάρτη που αγοράζει. Μόλις η μητέρα του τον είδε ενθουσιάστηκε, σε αντίθεση με τον σύντροφό της, τον κύριο Σίαρς. Της εξήγησε τι ακριβώς συνέβη με τον πατέρα του και της ζήτησε να μείνει μαζί της στο Λονδίνο, αυτή φυσικά δέχτηκε.

 Στη διάρκεια της νύχτας ήρθε ο πατέρας του. Όμως ο Κρίστοφερ δεν του μιλούσε, οπότε ξαναέφυγε για το Σουίντον. Ο Κρίστοφερ άρχισε να παραπονιέται στη μητέρα του ότι ήθελε να δώσει τις εξετάσεις του για τα ανώτερα μαθηματικά. Εκείνη όμως του είπε ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει. Ο κύριος Σίαρς ένα βράδυ ήρθε μεθυσμένος και άρχισε να βρίζει τον Κρίστοφερ, οπότε η μητέρα πήρε το παιδί και το αυτοκίνητο του κυρίου Σίαρς και γύρισε πίσω στο Σουίντον. Μέχρι να μαζέψει χρήματα για να νοικιάσει σπίτι μαζί με τον Κρίστοφερ αναγκαστικά έμειναν στον πατέρα. Ο Κρίστοφερ όμως τον φοβόταν. Τελικά, του μίλησε πρώτη φορά αφού μπόρεσε να γράψει τις εξετάσεις και έγραψε και άριστα. Η μητέρα βρήκε δουλειά και νοίκιασε μια γκαρσονιέρα. Όμως ο Κρίστοφερ θα έπρεπε να μένει με τον πατέρα του μέχρι να γυρίσει από την δουλειά η μητέρα του. Ο πατέρας του προσπαθώντας να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη του, αγοράζει ένα σκυλάκι για έκπληξη, το οποίο όμως ο Κρίστοφερ μπορεί να  βλέπει μόνο όταν είναι σπίτι του πατέρα, γιατί δεν χωράει στην γκαρσονιέρα. Στο τέλος ο Κρίστοφερ κάνει όνειρα για το μέλλον καθώς έχει πάρει απίστευτη δύναμη, αφού τα κατάφερε να λύσει το μυστήριο με την δολοφονία του Ουέλινγκτον αλλά και να πάει μέχρι το Λονδίνο μόνος του. Το όνειρό του ήταν να σπουδάσει σε μια μεγάλη πόλη.


Ελευθερία Δεληγιαννίδου

   Ο Κρίστοφερ Μπουν είναι ένας πανέξυπνος αλλά και παράξενος νέος, ο οποίος έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο σκέψης. Του αρέσει το κόκκινο χρώμα, αλλά αντιπαθεί το κίτρινο και το καφέ. Δεν του αρέσει να τον αγγίζουν, ούτε να λέει ψέματα. Γνωρίζει πολλά για τα μαθηματικά, αλλά δεν καταλαβαίνει τα συναισθήματα και τις γκριμάτσες των ανθρώπων. Για την κατανόηση αυτών τον βοηθάει η κυρία Σόμπαν, η δασκάλα του.

    Μια μεγάλη περιπέτεια ξεκινά στη ζωή του όταν πρωτοβρίσκει το σκυλί της γειτόνισσάς του να κείτεται πάνω στο γρασίδι έχοντας καρφωμένη μια τσουγκράνα  πάνω του. Το πλησιάζει και συνειδητοποιεί  πως είναι νεκρό και εξαιτίας της τσουγκράνας καταλαβαίνει πως επρόκειτο για δολοφονία. Το σκυλί αυτό το γνώριζε, το όνομά του ήταν Ουέλιγκτον και βλέποντάς το σε αυτή την κατάσταση ήθελε να βρεθεί ο ένοχος και να τιμωρηθεί. Τράβηξε την τσουγκράνα από πάνω του, το πήρε στην αγκαλιά του και το έσφιξε. Λίγο αργότερα έφτασε και η ιδιοκτήτρια του σκυλιού, η κυρία Σιάρς η οποία άρχισε να κατηγορεί τον Κρίστοφερ για τον θάνατο του Ουέλιγκτον. Μέσα σε λίγα λεπτά καταφθάνει και η αστυνομία, η οποία έχει ως βασικό ύποπτο τον Κρίστοφερ, τον οποίο καταφέρνει να συλλάβει μετά από την επίθεσή του σε αστυνομικό.






   Ύστερα οι αστυνομικοί κάλεσαν τον πατέρα του Κρίστοφερ, ο οποίος ήρθε νευριασμένος να παραλάβει τον γιο του. Αφού τους έκαναν ορισμένες ερωτήσεις, τους άφησαν να φύγουν πρώτα όμως έκαναν μια σύσταση στον Κρίστοφερ. 
Η Σόμπαν του είχε πει να γράψει ένα μυθιστόρημα, το οποίο θα ήθελε να το διαβάσει και ο ίδιος και αφού δεν του αρέσει να λέει ψέματα αποφάσισε να γράψει για την δικιά του ενδιαφέρουσα ιστορία, αρχίζοντας με τη δολοφονία του σκύλου.  Εν τω μεταξύ, ο Κρίστοφερ με τον πατέρα του φτάνουν σπίτι και χωρίς να πουν πολλά κατευθύνονται ο καθένας στο δωμάτιό του και πέφτουν για ύπνο. 


   Την επόμενη μέρα πηγαίνοντας στο σχολείο, ο Κρίστοφερ είδε τέσσερα κόκκινα αυτοκίνητα στη σειρά και σύμφωνα με αυτόν, αυτό σήμαινε πως θα ήταν μια καλή μέρα κι έτσι αποφάσισε να σταματήσει να λυπάται για το θάνατο του Ουέλιγκτον και να ψάξει να βρει τον ένοχο.


   Άρχισε τότε να ερευνά την υπόθεση αυτή. Έμαθε πως ο σύζυγος της κυρίας Σίαρς, ο κύριος Σίαρς, την είχε εγκαταλείψει, πράγμα που τον έκανε τον βασικό ύποπτο αυτής της υπόθεσης, καθώς δεν χώνευε την κυρία Σίαρς και το κίνητρό του ήταν να την στενοχωρήσει σύμφωνα με τον Κρίστοφερ. Με αφορμή αυτό, αποφάσισε να μάθει περισσότερα γι' αυτόν. Ο πατέρας του, τού είπε να μην χώνει τη μύτη του στις δουλειές των άλλων, παρ' όλ' αυτά συνέχισε την έρευνά του. Έκανε επισκέψεις σε πολλούς γείτονες για να ρωτήσει για το συμβάν, κανείς όμως δεν τον πληροφορούσε για τίποτα, εκτός από την κυρία Αλεξάντερ η οποία του είπε πως ο κύριος Σίαρς εγκατέλειψε την σύζυγό του για να είναι με την μητέρα του Κρίστοφερ -η μητέρα του Κρίστοφερ πέθανε πριν από δύο χρόνια στο νοσοκομείο από καρδιακή προσβολή, όπως του είχε πει ο πατέρας του - παρ' όλ' αυτά έγραψε τις νέες πληροφορίες που έμαθε στο βιβλίο του. 


Την επόμενη μέρα πήγε το βιβλίο στο σχολείο για να το δει η κυρία Σόμπαν και να ελέγξει για γραμματικά λάθη. Γυρνώντας απ' το σχολείο ξέχασε το βιβλίο στην κουζίνα και χαλάρωνε βλέποντας τηλεόραση. Όταν έφτασε ο πατέρας του στο σπίτι, βρήκε το βιβλίο και το διάβασε, οργισμένος τότε του υπενθύμισε πως του είχε πει να μην χώνει τη μύτη του στις δουλειές των άλλων, άρχισε στη συνέχεια να βρίζει και να χτυπάει τον Κρίστοφερ, ο οποίος αντιστάθηκε και άρχισε να τον χτυπάει κι αυτός. Τελικά, η σύγκρουση αυτή έληξε χωρίς αίσιο τέλος, καθώς και οι δύο ήταν τραυματισμένοι. Ο πατέρας του Κρίστοφερ πήρε το βιβλίο και το έβαλε στο δωμάτιό του. Την επόμενη μέρα ήταν Σάββατο και για να δείξει ο πατέρας του Κρίστοφερ πόσο πολύ λυπόταν, τον πήγε στο ζωολογικό κήπο. 

Τη Δευτέρα, γυρνώντας απ' το σχολείο, ο Κρίστοφερ μπήκε στο δωμάτιο του πατέρα του όταν αυτός έλειπε και έψαξε την ντουλάπα του για το βιβλίο. Τελικά το βρήκε αλλά δεν το πήρε γιατί έτσι ο πατέρας του θα καταλάβαινε πως μπήκε στο δωμάτιό του και έψαχνε τα πράγματά του. Άκουσε τον πατέρα του να κλείνει την πόρτα του αυτοκινήτου και αυτό σήμαινε πως από λεπτό σε λεπτό θα έμπαινε στο σπίτι. Λίγο πριν φύγει βρήκε έναν φάκελο με αποδέκτη τον εαυτό του αλλά ακόμη περισσότερους μέσα στο κουτί των πουκαμίσων. Τον πήρε στα χέρια του και πήγε στο δωμάτιό του, τον άνοιξε και το γράμμα που περιείχε ήταν από την μητέρα του. Έλεγε πως δουλεύει ως γραμματέας σε ένα εργοστάσιο καθώς και ότι ζούσε στο Λονδίνο. Ο Κρίστοφερ ήταν μπερδεμένος από όλα αυτά που διάβασε. Η ημερομηνία που είχε σταλεί το γράμμα ήταν 18 μήνες μετά από τον υποτιθέμενο πλέον θάνατο της μητέρας του. Έτσι έχει άλλο ένα μυστήριο να λύσει εκτός από τον θάνατο του σκυλιού. Μετά από έξι μέρες κατάφερε να ξαναμπεί στο δωμάτιο του πατέρα του και να διαβάσει μερικά από τα υπόλοιπα γράμματα. Σε αυτά έγραφε πως έμενε με τον κύριο Σίαρς και περιέγραφε τον αληθινό λόγο που έφυγε. Πίστευε πως δεν ήταν πολύ καλή μητέρα και πως ίσως τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν ο Κρίστοφερ ήταν διαφορετικός και η ίδια καλύτερη σ' αυτό. Δεν είχε υπομονή σε αντίθεση με τον πατέρα του και θεωρούσε ότι έκανε τη ζωή τους δύσκολη και πως θα ήταν καλύτερο για όλους να φύγει.


    Ο Κρίστοφερ με όλα αυτά που έμαθε συγχύστηκε και αργότερα λυποθύμησε. Όταν ήρθε σπίτι ο πατέρας του, τον βρήκε λιπόθυμο και ξαπλωμένο στο κρεβάτι με εμετό δίπλα του. Αφού του έκανε μπάνιο, του ζήτησε συγγνώμη που του έκρυψε κάτι τόσο σοβαρό και του είπε πως από εδώ και πέρα θα του λέει πάντα την αλήθεια. Έτσι, του αποκάλυψε πως αυτός σκότωσε τον Ουέλιγκτον και ο λόγος για τον οποίο το έκανε αυτό ήταν επειδή όταν έφυγε η μητέρα του Κρίστοφερ, η κυρία Σίαρς ήταν πο
λύ καλή και με τους δύο και βοήθησε τον πατέρα του να ξεπεράσει αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Τους βοηθούσε με τις δουλειές του σπιτιού, ρωτούσε αν ήθελαν κάτι και γενικότερα νοιαζόταν γι' αυτούς. Έτσι, ο πατέρας του Κρίστοφερ της ζήτησε να μετακομίσει μαζί τους ή αυτοί να μετακομίσουν μαζί της. Νόμιζε ότι ήταν φίλοι, αλλά τελικά νόμιζε λάθος γιατί όλο αυτό το θέμα κατέληξε σε καβγά και αποδείχθηκε πως η κυρία Σίαρς νοιαζόταν πιο πολύ για το σκυλί απ' ότι γι' αυτούς. Τελικά από τα νεύρα του ο πατέρας του κάρφωσε την τσουγκράνα στο σκυλί και το σκότωσε. Ο Κρίστοφερ τρομαγμένος από την φρικτή αυτή πράξη του πατέρα του, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε  πια να μένει στο ίδιο σπίτι με αυτόν, διότι πίστευε πως ο πατέρας του θα σκότωνε  και τον ίδιο. 


Παρ' όλο που του ζήτησε πολλές φορές συγγνώμη, ο Κρίστοφερ αποφάσισε ότι έπρεπε να φύγει από το σπίτι και θα πήγαινε να μείνει μαζί με την μητέρα του στο Λονδίνο. Τελικά, έφτασε στον σιδηροδρομικό σταθμό, μετά  από έναν μακρινό και κουραστικό δρόμο. Για να χαλαρώσει άρχισε να λύνει εξισώσεις από μέσα του. Εκεί, συνάντησε έναν αστυνομικό, ο οποίος τον ρώτησε τι έκανε μόνος του. Ο Κρίστοφερ του έδωσε τις πληροφορίες  που επιθυμούσε και του είπε επίσης ότι ο πατέρας του είχε σκοτώσει τον Ουέλιγκτον. Αργότερα συνέχισε τον δρόμο του, έβγαλε εισιτήριο και μπήκε στο τρένο για Λονδίνο. Λίγο πριν φύγει το τρένο ο αστυνομικός πρόλαβε να μπει μέσα και ζήτησε από τον Κρίστοφερ να έρθει μαζί του, διότι ο πατέρας του τον έψαχνε. Προτού προλάβουν να βγουν έξω, οι πόρτες του τρένου κλείνουν και το τρένο αρχίζει να κινείται. Εξαιτίας αυτού θα κατέβαιναν στην επόμενη στάση, για να γυρίσουν πίσω. Ο Κρίστοφερ κάποια στιγμή πήγε στην τουαλέτα και τελειώνοντας ό,τι είχε να κάνει, ανέβηκε σε ένα ράφι και έσυρε μπροστά του μια βαλίτσα έτσι ώστε να μην φαίνεται και να μπορέσει να ηρεμήσει και να συγκεντρωθεί, για να δει τι θα κάνει από εδώ και πέρα. Δεν ήθελε να γυρίσει πίσω στον πατέρα του και όταν έγινε η στάση, ο αστυνομικός δεν έβρισκε τον Κρίστοφερ και αναγκάστηκε να μείνει πάνω στο τρένο όπου και συνέχισε το ψάξιμο. Μετά από αρκετές στάσεις το τρένο σταμάτησε να κινείται εντελώς, ο Κρίστοφερ βγήκε από εκεί που ήταν κρυμμένος και  αποφάσισε να κατέβει.


 Φτάνοντας στο Λονδίνο πήγε στο μετρό για να πάρει το τρένο που οδηγούσε στo σπίτι της μητέρας του. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού κουβαλούσε μαζί του και τον Τόμπυ, το κατοικίδιο ποντίκι του. Ο Κρίστοφερ καθόταν στον σταθμό για πέντε ώρες και τότε κατάλαβε ότι ο Τόμπυ έλειπε από την τσέπη όπου τον είχε. Άρχισε να τον ψάχνει και τον βρήκε να κάθεται στις ράγες του τρένου. Κατέβηκε να τον πάρει όμως εκείνη τη στιγμή πλησίαζε ένα τρένο. Τελικά, κατάφερε να αρπάξει τον Τόμπυ και με την βοήθεια ενός άντρα σώθηκε και δεν τον πάτησε το τρένο. Ανέβηκε στο δικό του τρένο και αφού έφτασε στο σταθμό Ουαλίας και Σκωτίας, κατέβηκε και καθώς θυμόταν τη διεύθυνση του σπιτιού της μητέρας του από τα γράμματα, βρήκε το σπίτι της.


   Με τον ερχομό του η μητέρα του ήταν γεμάτη χαρά, αντιθέτως ο κύριος Σίαρς δεν ήταν και τόσο χαρούμενος. Στο σπίτι ένιωθε ασφάλεια αν και φοβόταν τον κύριο Σίαρς. Ο πατέρας του Κρίστοφερ όμως, κατάφερε να τον βρει και του ζητά να επιστρέψουν πίσω. Η άρνηση του Κρίστοφερ νευριάζει τον πατέρα του και η μητέρα του τον διώχνει. Ο Κρίστοφερ παρ' όλ' αυτά που συνέβησαν ζητά από την μητέρα του να τον πάει στο Σουίντον μόνο και μόνο για να δώσει εξετάσεις μαθηματικών απολυτηρίου. Έτσι, θα μπορούσε να περάσει στο Πανεπιστήμιο.

    Παράλληλα, η μητέρα του χάνει τη δουλειά της διότι δούλευε σαν προσωρινός υπάλληλος και προσέλαβαν κάποιον άλλο. Μετά από έναν μεγάλο καβγά η μητέρα του Κρίστοφερ αποφασίζει να εγκαταλείψει τον κύριο Σίαρς. Γύρισαν με τον Κρίστοφερ στο Σουίντον όπου έμειναν στο σπίτι του πατέρα του όταν αυτ΄πος δεν ήταν εκεί. Παρ΄όλη την κούρασή του ο Κρίστοφερ αποφασίζει να δώσει εξετάσεις απολυτηρίου στα μαθηματικά.  Εν τω μεταξύ μετακομίζουν με τη μητέρα του σε μια γκαρσονιέρα και ο πατέρας του για να του δείξει πόσ πολύ λυπάται του αγοράζει ένα σκυλάκι, επειδή ο Τόμπυ είχε πεθάνει. Έτσι, μέρα με τη μέρα ο Κρίστοφερ αρχίζει να ξαναεμπιστεύεται τον πατέρα του. Καταφέρνει στις εξετάσεις του να πάρει άριστα και αρχίζει να κάνει σχέδια για ένα λαμπρό μέλλον, να γίνει επιστήμονας, να πάρει δικό του διαμέρισμα όπου θα ζει με τον Σάντι, το σκυλάκι του, τα βιβλία και τον υπολογιστή του. Εν κατακλείδι, μέσω αυτής της μεγάλης περιπέτειας της ζωής του κατάλαβε ότι μπορεί να καταφέρει οτιδήποτε!






Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

Γιορτή αποφοίτησης Γ τάξης 14ου Γυμνασίου Θεσσαλονίκης

     Η γιορτή αποφοίτησης  της Γ τάξης του γυμνασίου μας  ήταν .... Θα ακούσατε ότι ήταν μεγάλη!
     Για εμάς που την οργανώσαμε ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία, όπως κάθε δραστηριότητα όπου συνεργάζεσαι με τα παιδιά! Και οι μαθητές μας ήταν όπως πάντα εξαιρετικοί συνεργάτες! 
      Οτιδήποτε τα βγάζει από τη ρουτίνα της καθημερινότητας του σχολείου είναι γι αυτά γιορτή κυριολεκτικά και μεταφορικά! Κι αυτό επίσης είναι ένα χρήσιμο μήνυμα για εμάς τους εκπαιδευτικούς, που καλούμαστε σαν ταχυδακτυλουργοί να συναρπάσουμε ένα δύσκολο και απαιτητικό κοινό, τους σύγχρονους εφήβους! Όταν όμως βγάλει ο εκπαιδευτικός... το λαγό από το καπέλο, το χαμόγελο των παιδιών και η χαρά στα μάτια τους είναι το πιο δυνατό ελιξήριο ζωής και αισιοδοξίας που μπορούμε να πάρουμε εμείς οι...μεγάλοι! 
     Φυσικά ευχόμαστε στα παιδιά μας, γιατί είναι και παιδιά μας κατά κάποιο τρόπο, να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες και το ταλέντο τους κατά το μέγιστο δυνατό και να χτίσουν ένα μέλλον ελπιδοφόρο με θεμέλιο την προσωπική τους αξία. 
    Γιατί έχουν αυτό το μοναδικό προνόμιο...Να μπορούν να ονειρεύονται, να σχεδιάζουν, να ελπίζουν σε ένα καλύτερο αύριο! 
      Παιδιά , ειλικρινά πιστέψτε στη δύναμή σας και την αξία σας! Εργαστείτε για ένα πιο δίκαιο και αξιοκρατικό κόσμο, πιο αγνό και ειλικρινή!



Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

Πού θα θέλατε να πάτε διακοπές;

Μέσα στη χρονιά αναρωτηθήκαμε  με τους μαθητές Α1 και Α2  ποιο είναι το ιδανικότερο μέρος διακοπών...
 Μια ενδιαφέρουσα οπτική γωνία μας παρουσίασε ο μαθητής του Α2 Γιάννης Κ.



ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ


  Το άγχος, τα οικονομικά προβλήματα, η ανεργία και η ανασφάλεια προβληματίζουν πλέον καθημερινά την πλειοψηφία των ανθρώπων. Οι διακοπές λοιπόν, δίνουν τη δυνατότητα σε όλους τους ανθρώπους να αποφορτιστούν από τα πολλά προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν και να «αδειάσουν» το μυαλό τους από την «κούραση» που το διακατέχει. Οι διακοπές πέρα από μία ευχαρίστηση και όμορφες φωτογραφίες, είναι και μία ανάγκη του ανθρώπου τόσο ψυχολογική όσο και σωματική. Τόσο απαραίτητη για όλους και όμως τόσο διαφορετική!
.


  Ο κάθε άνθρωπος επιλέγει τον τρόπο που θα ξεκουραστεί, και σε αυτό συντελούν πολλοί παράγοντες. Ευτυχώς ο τόπος μας καλύπτει όλα τα γούστα και τα βαλάντια. Πολύβουα νησιά, πολυτελή ξενοδοχεία, κοσμοπολίτικες παραλίες και από την άλλη ήσυχες παραλίες, γραφικά ταβερνάκια, αγροτουριστικά μέρη, λίμνη, θάλασσα, βουνό. Το θέμα όμως στη σημερινή εποχή είναι να καταφέρει να πάει κάποιος διακοπές, επειδή οι διακοπές δεν είναι πολυτέλεια αλλά βασική ανάγκη.


          Για μένα τίποτα δεν συγκρίνεται με την ελευθερία που σου δίνει μία ήσυχη παραλία. Νιώθεις κυρίαρχος του εαυτού σου και αφήνεσαι ολοκληρωτικά, ψυχή και σώμα. Εδώ και χρόνια, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, οι καλοκαιρινές μου διακοπές μοιράζονται. Λίγες μέρες σε κάποιο ξενοδοχείο και λίγες μέρες ελεύθερη κατασκήνωση σε μία παραλία στη Χαλκιδική. Στην παραλία μου. Στο βασίλειό μου. Από μικρό παιδάκι περίμενα να έρθουν αυτές οι μέρες. Για μένα τρομερή περιπέτεια. Δύο αυτοκίνητα φορτωμένα με εξοπλισμό, γιατί αλλιώς θα θέλαμε φορτηγό, και φύγαμε. Βέβαια όσο περνάνε τα χρόνια οι μέρες διαμονής λιγοστεύουν στην παραλία και αυξάνονται στο ξενοδοχείο, γιατί οι γονείς άρχισαν να κουράζονται.





        Εγώ θα το κάνω για όσο αντέχω και ανυπομονώ να έρθει η ώρα που θα πάω με τη δική μου παρέα. Όπως είναι οι παρέες πολλών νέων διάσπαρτες στην παραλία. Το πρωί δεν τους καταλαβαίνεις, ακούς μόνο παιδικές φωνές και μαμάδες που τσιρίζουν. Πιάνουν δουλειά αργά το βράδυ, που γύρω από τις φωτιές, που ανάβουν, θαρρείς ότι βρίσκεσαι σε καταυλισμό ινδιάνων, σε μία άλλη εποχή. Κιθάρες, φυσαρμόνικες, τραγούδια και γέλια, σε κάνουν να νιώθεις τόσο μαγικά, τόσο μοναδικά. Και όταν όλοι αποκοιμούνται κουρασμένοι πλέον, σβήνουν και οι φωτιές και το μόνο που μένει είναι το γεμάτο, κίτρινο, αυγουστιάτικο φεγγάρι, που σκίζει τη θάλασσα στα δύο και φωτίζει ακόμη πιο επιβλητικά τον Άθω που δεσπόζει απέναντι.





   Θα μπορούσα να γράφω μέρες για την παραλία μου, και τις βραδινές εξερευνήσεις με την αδερφή μου, για τις ξαφνικές μπόρες που μας έπιασαν, για τη σκηνούλα μου που είναι καλύτερη και από σουίτα σε πεντάστερο ξενοδοχείο, για τους ψαράδες που βγαίνανε κάθε πρωί με τις βαρκούλες τους, για το δέρμα μου, που μέχρι να συνηθίσω, έτσουζε από την αλμύρα και τον ήλιο, για τις μέρες που περνάω εκεί σαν Ροβινσώνας Κρούσος. 

      Αυτήν την ελευθερία και την ομορφιά που σου χαρίζει απλόχερα η φύση δεν μπορείς να τη βρεις σε κανένα τουριστικό θέρετρο. Υποτίθεται ότι φεύγεις από την πόλη για να ξεκουραστείς και να ηρεμήσεις και όχι για να επισκεφτείς κάποιο μέρος που θα έχει περισσότερο κόσμο. Για μένα οι διακοπές είναι ένας τρόπος για να έρθεις πιο κοντά στη φύση για να γνωρίσεις πράγματα που θα τα θυμάσαι και να «φορτώσεις» τις μπαταρίες σου για το χειμώνα. Αποφόρτιση, χαλάρωση, χρόνος με τους ανθρώπους που αγαπάς, αυτό είναι διακοπές. Να μην πιάνει πουθενά το κινητό σου, να μην έχεις καμία σχέση με αυτά που αφήνεις πίσω σου. Τα αφεντικά και οι δάσκαλοι πρέπει να είναι ο ήλιος και η θάλασσα. Εμείς πρέπει να επιλέγουμε για το πώς θα ξοδέψουμε τα χρήματά μας, και όχι να μας εκμεταλλεύονται για λίγη πολυτέλεια, κάποιοι ξενοδόχοι χωρίς επαγγελματισμό. Καμία πισίνα, κανένα εστιατόριο δεν μπορεί να σου προσφέρει την ομορφιά και την αξία της φύσης. Τίποτα βέβαια δεν είναι αντικειμενικό γιατί οι διακοπές εξαρτώνται από πολλού παράγοντες. Ηλικία, χρήματα, θέλω και πρέπει. 


  Ένα είναι σίγουρο, ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη από διακοπές, ότι και αν είναι αυτές. Ανεξάρτητα από τη διάρκεια και τον τόπο προορισμού, είναι για όλους μας, μία ευκαιρία για μία βουτιά στην ευτυχία. Αποτελούν όαση ξεκούρασης, πριν επιστρέψουμε στην σκληρή καθημερινότητα. Η ζωή δεν είναι μόνο υποχρεώσεις. Όλοι πρέπει να ξεφεύγουμε και να κάνουμε πράγματα που μας αρέσουν. Οι διακοπές σου δίνουν τη δυνατότητα να γνωρίσεις νέους ανθρώπους, να επισκεφτείς μέρη που ονειρεύεσαι και να χαλαρώσεις. Και είναι απαραίτητες για όλους μας, έχοντες και μη έχοντες.
KAΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!!!!!!


Καλές διακοπές

Τους χαιρετισμούς μου σ' όλες τις φίλες , φίλους και συναδέλφους, εύχομαι να είστε κοντά σε κάποια θάλασσα,ειδικά χαιρετισμούς και τις ευχαριστίες μου στην Έφη, ξέρει αυτή!!!